“Ακόμα βαφτιζόμαστε” του Νίκου Ερηνάκη
Χριστίνα Λιναρδάκη

Βάπτισμα ονομάζεται ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής εκκλησίας που σηματοδοτεί την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας. Η λέξη βάπτισμα προέρχεται από το ρήμα βάπτω/βαπτίζω που σημαίνει «βυθίζω συχνά ή έντονα, βουτάω, καταδύω».

Με την έννοια της εισαγωγής λοιπόν σε μια νέα συνθήκη, σαν αποτέλεσμα μυητικής τελετουργίας, αλλά και της βύθισης, πρέπει πιστεύω να ιδωθεί η συλλογή ακόμα βαφτιζόμαστε του Νίκου Ερηνάκη (εκδ. Κείμενα, 2022) που είναι και υποψήφια για το κρατικό βραβείο ποίησης 2023. Αν θα ήθελα να χαρακτηρίσω με δύο λέξεις το βλέμμα του ποιητή σε αυτή τη συλλογή, όπως εκφράζεται μέσα από το ποιητικό της υποκείμενο, οι λέξεις αυτές θα ήταν: διεισδυτικότητα και φιλοσοφία. Την πρώτη γιατί το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής, που χρησιμοποιεί α’ πρόσωπο, ενικό η πληθυντικό, έχει την ικανότητα να διεισδύει ανατομικά στην πραγματικότητα, δίνοντας την εντύπωση μιας ματιάς «ανάμεσα στις γραμμές». Τη δεύτερη, επειδή ό,τι βλέπει το παρατηρεί με φιλοσοφική διάθεση, εξάγοντας συμπεράσματα που αφορούν όχι μόνο ό,τι περιγράφεται αλλά και τον αναγνώστη προσωπικά. Είναι οι ερωτήσεις που θέτει, οι διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγει, οι πληγές πάνω στις οποίες ακουμπά – εκείνα τα πανανθρώπινα που αφορούν τελικά τους πάντες.

Η συλλογή του Νίκου χωρίζεται σε τέσσερα μέρη, για την καλύτερη κατανόηση των οποίων βοηθά να προτάξουμε τον τίτλο του βιβλίου. «[ακόμα βαφτιζόμαστε]» λοιπόν «στο βασίλειο των αναγκών»: έτσι τιτλοφορείται το πρώτο που αποτελείται από επτά ποιήματα. Οι ανάγκες επομένως είναι το θέμα που απασχολεί τον ποιητή σε αυτή την ενότητα, ανάγκες που ψηλαφούνται «ανάμεσα στον ήλιο και σε μια ανοιχτή φλέβα», εκεί που έρχεται η συνειδητοποίηση ότι «το παρελθόν είχε άλλα σχέδια για μας», διαφορετικά από εκείνα που είχαμε εμείς για τους εαυτούς μας και τα είχε με έναν τρόπο αμετάκλητο, γιατί το παρελθόν δεν αλλάζει. Όμως, «βαφτιζόμαστε/ στις νεραντζιές που ανθίζουν/ στους δρόμους του κέντρου», δηλαδή στην ελπίδα και την υπόσχεση που σημαίνουν οι νεραντζιές μέσα στο άχαρο σκηνικό της τσιμεντούπολης και που μας εμποδίζει να φτάσουμε στην απόγνωση.

«Θα υποφέρουμε κι αυτήν την ειρήνη», γράφει ο Νίκος, και θα την υποφέρουμε γιατί είναι μικρότερη ή άλλη από εκείνη που θελήσαμε, από εκείνη που ονειρευτήκαμε (όλα τα μέχρι στιγμής αποσπάσματα από το ποίημα «Ακόμη βαφτιζόμαστε»). Πάντα όμως θα βρίσκουμε καταφυγή στην ομορφιά, ακόμη κι αν δεν υπάρχει στο βασίλειο των αναγκώνˑ παρ’ ότι λοιπόν δεν υπάρχει, «καθορίζει ό,τι είμαστε» (ποίημα «Μέτωπα»), γιατί και η επιθυμία μας για αυτήν χαράζει την πορεία μας με έναν καθοριστικό τρόπο.

Η ανάγκη ενός άλλου προσώπου απαντάται και αυτή σε τούτη την ενότητα:

γνώρισα ένα κορίτσι που όλο φεύγει

με έμαθε να πλησιάζω τους ανθρώπους

            μέσα από το πρίσμα του πόνου τους

 μια ανθρωπόμορφη αμμουδιά

μια μορφή που τρέχει μες στις φλόγες

 Το ποίημα κλείνει με μια ευχή:

θα το ήθελα πολύ να με κρατήσεις
με τον τρόπο που κρατάει τ’ αγκάθια

το κορίτσι με τα ρόδα

(από το ποίημα «Η φεύγουσα κόρη»)

Προσεκτικά, πολύ προσεκτικά πρέπει η κοπέλα να κρατήσει το ποιητικό υποκείμενο γιατί ο έρωτας μπορεί να γίνει κάτι βάρβαρο, κάτι που πληγώνει.

Στον δρόμο προς εκείνη, η πατρίδα αναδύεται σαν άλλη μία ανάγκη, τι κρίμα όμως που «διαφεύγουν οι πατρίδες εδώ», εδώ που επικρατεί «ευγενή[ς] φρίκη», εδώ που «η ζωή δεν θα αλλάξει σήμερα» (ποίημα «Πράγματα απλώς σπάνε στα χέρια μου»). Εντέλει, το ποιητικό υποκείμενο θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα και θα πάψει να το προσπερνά, θα προχωρήσει (ποίημα «Κάλεσμα»).

Η επόμενη ενότητα έχει τον τίτλο «[ακόμα βαφτιζόμαστε] σε ανεπιθύμητες κατοικίες». Εδώ συναντάμε τόπους κατεστραμμένους, τόπους που έχουν πλέον ραγίσει, ενώ το ποιητικό υποκείμενο μιλάει και λέει:

κι εγώ προσεύχομαι σε σένα
αναμένοντας ποια απόχρωση απόγνωσης
θα με χτυπήσει ανέμελα

ικανή να με γνωρίσει στον εαυτό μου

 τι να γίνει

αγαπάμε μόνο όσους μπορούμε ν’ αγαπήσουμε

(από το ποίημα «Προς τόπους που έχουν πλέον ραγίσει»)

Η απόγνωση έχει δυνητικά πάρα πολλές αποχρώσεις αλλά, όταν έρχεται, αποτελεί μια ευκαιρία να μας γνωρίσουμε καλύτερα: να γνωρίσουμε τις αδυναμίες μας, τις δυνατότητές μας, το τι μας συντηρεί και το τι αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα μας. Εδώ, η απόγνωση έχει το νοητό σχήμα μιας κοπέλας που προφανώς δεν μπορεί να αγαπήσει το ποιητικό υποκείμενο.

Στο μεταξύ, η γνώση μπορεί να καταφέρει πλήγμα στη χαρά, καθώς μια απροσποίητη, παιδιάστικη μίμηση φαίνεται τελικά γελοία μπροστά στη μεταγενέστερη γνώση («οι τροπικότητες της γνώσης επιμένουν/ ενάντια/ στη λησμονημένη τέχνη της χαράς», ποίημα «Ο πρίγκιπας των κρίνων»).

Και το ποίημα;

γιατί όμως τρέμει τόσο πολύ το ποίημα;
μοιάζει ανυπεράσπιστο

αλλά αποτελεί ρωγμή

ένα είδος απουσίας
από το οποίο αναβλύζει ομορφιά –

μα έτσι το πάθος επιστρέφει

[…]

η αγωνία επιτίθεται ξανά

η αρρώστια κατεβαίνει και μας κοιτά

(από το ποίημα «Θα πάρει καιρό τη ζωή να υμνήσουμε ξανά»)

 Το ποίημα αποσταθεροποιεί η επίγνωση της ματαιότητας. Η γνώση δεν βοηθά, η αναζήτηση νοήματος είναι υπόθεση αστεία και όλοι μένουν σταματημένοι (ποίημα «Θα  πάρει καιρό τη ζωή να υμνήσουμε ξανά»). Η ενότητα όμως κλείνει με μια νότα αισιοδοξίας:

η πίστη όμως επιμένει

αναρρώνει σαν δίψα

 δεν έχει πια σημασία το πέρα από εδώ
οι μάχες που σημαίνουν κάτι

θα λάβουν χώρα εντός

 η λύτρωση έρχεται, κάποτε, απρόσμενη

(από το ποίημα «Αυτό υποτίθεται θα ήταν το μέλλον»)

 Το τρίτο μέρος της συλλογής τιτλοφορείται «[ακόμη βαφτιζόμαστε] στη μακρινή ακτή». Εδώ το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει: «αφήνομαι στην τυραννία της ειλικρίνειας/ τα πράγματα είναι πιο σκληρά/ απ’ όσο είμαστε εμείς» (ποίημα «Στην πιο συναρπαστική καμπύλη της ρωγμής»). Πράγματι, τα συναισθήματα και η λογική μας έχουν τρεπτική επίδραση στην πραγματικότητα, την οποία για να αντέξουμε πολλές φορές ωραιοποιούμε, υποβιβάζουμε ή δικαιολογούμε. Γιατί «άλλο η ζωή, άλλο η αλήθεια/ άλλο εμείς/ ας συγκρίνουμε μυθολογίες» (στο ίδιο ποίημα). Ακόμη κι αν προσπαθούμε να κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα, να αφεθούμε στην τυραννία της ειλικρίνειας, αυτό σπάνια μπορεί να συμβεί, πάντα θα είναι διαθέσιμη μια πιο συμπονετική παρερμηνεία της.

Πάντως, ο πόνος παραμένει ανεξαρτήτως, ιδίως ριζωμένος στην ανάμνηση: «υπάρχει μια αλησμόνητη οδύνη/ που φέρει την ουλή του καλοκαιριού/ και τις φακίδες του βλέμματός σου» (ποίημα «Τα σοφά δέντρα»). Ένας πόνος που μπορεί να προκαλέσει «λίγο ακόμα θάνατο γύρω από τα μάτια» (ποίημα «Χαρντκόρ»). Πώς μπορείς όμως να σβήσεις την ανάμνηση;

όσο πιο πολλά σβήνεις

τόσο πιο πολύ δυναμώνουν όσα μένουν

 είναι κάπως σκοτεινά εδώ

η φύση επιμένει να κρύβεται

 η ζωή είναι απούσα κι όμως ρέει

(από το ποίημα «Λυκαβηττός»)

Η ζωή εξακολουθεί να συμβαίνει, ακόμη κι αν τη νιώθουμε απούσα, αν νιώθουμε εκτός της. Η Γη εξακολουθεί να γυρίζει και δεν σταματά για κανέναν μας.

Το τελευταίο μέρος της συλλογής επιγράφεται «[ακόμη βαφτιζόμαστε] στη χώρα των ζώντων». Και εδώ οι διαπιστώσεις δονούν: «δεν μας ενδιαφέρει να δούμε/ μας ενδιαφέρει μόνο η όραση» (ποίημα «Flatus Vocis»), «αυτό που ήσουν όμως/ δεν θα συμβεί ξανά» (ποίημα «Τίγρεις καταφτάνουν μέσα μου»), «σεμνός ωκεανός τα όνειρά μου» (ποίημα «Ή ο λόγος θα σωθεί ή το σώμα»). Σε αυτό το τελευταίο ποίημα και μια ομολογία:

η λευκή σελίδα

λευκή σημαία μου

 ή ο λόγος θα σωθεί ή το σώμα

Όταν κάτι γίνεται λόγος, όπως είπε ο Λακάν, φεύγει από το βίωμα: γίνεται μια καταρχήν εσωτερίκευση χωρίς σώμαˑ η υλική υπόσταση χάνεται και μένει μόνο η εντύπωσή της όπως διατυπώνεται – γραπτά, προφορικά ή σαν απλή σκέψη.

υπάρχει μια μεγάλη μάχη
που σύντομα θα δοθεί
ανάμεσα στην εικόνα

και στον λόγο

 ανάμεσα σε όσα φαίνονται

και σε όσα είναι

 […] μοιάζουμε μόνοι
αλλά μας συντροφεύει και πάλι

μια μεγάλη αφήγηση

(από το ποίημα «Θα δοθεί μια μάχη»)

Οι ερμηνείες μας της πραγματικότητας υφαίνουν το κοινό υφαντό της συνύπαρξής μας με τους άλλους, καθώς και τις επιμέρους αφηγήσεις που ενδεχομένως αποτελούν ψηφίδες της κυρίαρχης αφήγησης, της κοινής ιστορίας μας όπως την αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι ή οι ισχυρότεροι. Ποτέ δεν είμαστε μόνοι, είμαστε πάντα μέρος ενός μεγαλύτερου από μας πλέγματος που είτε μας χωράει είτε μας πετάει έξω. Για να καταλάβουμε όμως πού βρισκόμαστε (μέσα του ή εκτός) πρέπει πρώτα να βυθιστούμε σ’ αυτό, να βαπτιστούμε – αυτό προφανώς είναι μια διαρκής διαδικασία, εξ ου και ο τίτλος «ακόμα βαφτιζόμαστε» αυτής της πολύ αξιόλογης ποιητικής συλλογής του Νίκου Ερηνάκη.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα