Οκτώ μόλις ποιήματα ή πεζοποιήματα. Αυτά όλα κι όλα αποτελούν την ύλη του μικρού βιβλίου της Μάνιας Μεζίτη που έχει τίτλο «Αγαπημένε μου πατέρα» και κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Η απεύθυνση του τίτλου ίσως δηλώνει κάτι σαν ανοικτή επιστολή, πάντως πρόκειται για ποιήματα με σπάνια δύναμη, τα οποία, επειδή ενσωματώνουν υψηλό βαθμό αφαίρεσης ή ελλειπτικότητας, οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: την ασύλληπτη συμπύκνωση.
Το πρώτο πεζοποίημα (όλα τα κείμενα είναι άτιτλα) έχει τελείες στο τέλος κάθε μικροπερίοδης φράσης και η επόμενη φράση ξεκινάει με πεζό, αντί του συμβατικού κεφαλαίου. Αυτό δημιουργεί σάστισμα και έναν ασθματικό τόνο, δίνοντας στην ποιήτρια τον τρόπο να μιλήσει και με έναν συμβολικό τρόπο για την ψυχική πάθηση του πατέρα, γιατί κατά τα άλλα κάνει ευθεία αναφορά σε αυτήν. Όλη τη διαφορά βέβαια την κάνει ο τρόπος: «ήταν ανυπόφορος. και όμως τρυφερός. επιπλέον, υπήρξε ιδιαίτερα όμορφος» και σε αυτή τη μικρή φράση βλέπουμε όλη τη λατρεία ενός κοριτσιού για τον πατέρα του. Αυτή η λατρεία που επιμένει παρά τις δυσκολίες της ηλικίας και του επαπειλούμενου θανάτου είναι αποκαλυπτική του υποκείμενου τόνου όλης τη μικρής αυτής συλλογής.
Στο επόμενο πεζοποίημα βλέπουμε και τον λόγο: το αίμα από τη μύτη του ποιητικού υποκειμένου πηγαίνει «απευθείας στα χέρια του πατέρα» και γεμίζει τις φλέβες του «τη νύχτα που τον ξύπναγα να του δώσω το φάρμακο». Και όλο αυτό είναι απλά μια παρατήρηση για τη λειτουργία των συγκοινωνούντων δοχείων, των σκευών που συνδέονται απευθείας μεταξύ τους έτσι ώστε τα υγρά, τα αισθήματα, το DNA και καθετί άλλο που αναπτύσσεται μεταξύ πατέρα και κόρης να ρέει απρόσκοπτα από το ένα στο άλλο, καθορίζοντας με έναν αμετάκλητο τρόπο την κατάσταση του καθενός.
Το τρίτο πεζοποίημα είναι μια εφευρεμένη από το ποιητικό υποκείμενο art of divination – ένας τρόπος διόρασης στα τεκταινόμενα ή τα μελλούμενα που δεν χρησιμοποιεί εκκρεμές, κάρτες ταρώ, τράπουλα, κατακάθια καφέ ή ρούνες, αλλά λογοτεχνικά κείμενα. «Συνήθως μου κάνουν τη χάρη», λέει το ποιητικό υποκείμενο, υπονοώντας ότι της δίνουν τις απαντήσεις που χρειάζεται. Τούτη τη φορά όμως όχι. Η Βακαλό που άνοιξε μιλούσε για τη δυστυχία των ζώων, ενώ το ποιητικό υποκείμενο έπρεπε να αποφασίσει «ή στα γηροκομεία ή στα σανατόρια». Και στο τέλος, οι αμείλικτες ερωτήσεις: «Ο μπαμπάς, ο μπαμπάς πότε θα πέθαινε; Κι εγώ πόσο θα στενοχωριόμουν;».
Το έκτο ποίημα (προφανώς δεν θα αναφερθώ σε καθένα χωριστά, να μείνει να διαβάσετε κι εσείς κάτι!) είναι απλά συγκλονιστικό:
Μπαίνω στο φέρετρο
και σε περιμένω
μένω εκεί
μην τύχει και συμβεί
άμα λείπω
Αβάσταχτοι στίχοι για τον βασικό λόγο ότι η πατρική φιγούρα δεν είναι μόνο δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας, μια από τις βασικές πυξίδες για την πλοήγησή μας στη ζωή, είναι – για ένα κορίτσι – ο πυλώνας της οικειότητας με τον αρσενικό άλλον, τον αλλόφυλο, τον επιθυμητό (για ένα αγόρι είναι προφανώς άλλα πράγματα): είναι ένας από τους κώδικες με τους οποίους ερμηνεύουμε τον κόσμο.
Πρωτίστως όμως είναι ένα τρυφερό κομμάτι της καρδιάς μας, ακόμη κι όταν πια δεν μας αναγνωρίζει («Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό σου / ξέρω πως είσαι κόρη μου / σε πιστεύω») ακόμη κι αν πάσχει από ψυχική νόσο. Σε αυτές τις περιπτώσεις μάλιστα, συχνά συντελείται μια αντιστροφή: η κόρη φροντίζει τον πατέρα σαν να ήταν παιδί της, γεγονός που κάνει τον ρόλο της διπλό (και προστατευόμενη και προστάτης), κατά πάσα πιθανότητα και την αγάπη της. Δεν παύει άλλωστε να του οφείλει όλα τα χαμόγελα που της χάρισε, όλα τα παιχνίδια που έπαιξε μαζί της, τις φορές που στάθηκε δίπλα της σαν βράχος. Και, αν ο κύκλος της ζωής τον έφερε σε θέση αδυναμίας, εκείνος πάντα θα την αγαπά, έστω και σαν ανάμνηση, έστω και σαν βεβαιότητα βαθιά ριζωμένη μέσα του – κι ας μην μπορεί να την ταυτίσει με το πρόσωπο που βλέπει απέναντί του.
Το γήρας έρχεται με ένα σωρό προβλήματα – και, όπως με κάθε είδους πρόβλημα, οι σχέσεις δοκιμάζονται. Δεν μπορείς όμως να διαγράψεις έτσι εύκολα έναν τρυφερό και συμπονετικό πατέρα – μόνο να λυπάσαι μπορείς που τον βλέπεις αδύναμο. Και μέσα στην αδυναμία του όμως, επιμένει να σε φροντίζει:
Τι είναι αυτό μπαμπά;
Για σένα, μου λες τρυφερά.
Μου ‘φερνες νερό.
Ο πατέρας, βλέπετε, υπήρξε αρδευτικό έργο. Από κει ποτίζονταν τα ποιήματα.
Περιττό ίσως να πω ότι έκλαψα πολύ με αυτή την άκρως συγκινητική συλλογή της Μάνιας Μεζίτη.
* Ίσως θα θέλατε να συγκρίνετε, γιατί η θεματική είναι κοινή, το εκτενές ποίημα του Ιρλανδού ποιητή Nick Laird «Ξύπνιος αργά» (Up Late) που μετέφρασα και δημοσιεύεται στο τεύχος 31 του Poetix το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Σε αυτό το ποίημα ο Laird παρακολουθεί τις τελευταίες μέρες του πατέρα του στο νοσοκομείο και δέχεται την είδηση του θανάτου του – εκθέτοντας και τα συναισθήματα που αυτά ανακινούν.