Ένα μικρό το δέμας βιβλιαράκι, του οποίου το μέγεθος μου επέτρεψε να το πάρω μαζί μου στο μετρό για να το διαβάζω στα ατέρμονα πήγαινε-έλα από και προς τη δουλειά μου, με έκανε να μην πιστεύω στα μάτια μου – ιδίως όταν ανακάλυψα ποιος το έχει γράψει: ένα πολύ νέο παιδί που δεν πρέπει να έχει πατήσει ούτε τα τριάντα.
Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, πόσω δε μάλλον όταν σου είναι άγνωστος ο συγγραφέας. Διαβάζοντας τα πρώτα ποιήματα λοιπόν, ένιωσα ανακούφιση, κατόπιν μια άκρατη αίσθηση αισιοδοξίας ότι η μέρα μου θα πήγαινε καλά (άσχετο αν η μέρα μου εντέλει αποδείχτηκε σκέτη καταστροφή) και, τέλος, απέραντο θαυμασμό. Ο Άρης Φίλιππας γράφει άριστα, γιατί γράφει με την ανάγκη να είναι αυθεντικός – μια ανάγκη που δεν προδίδει σε καμία σελίδα του βιβλίου του.
ποίηση, η
έκφραση του άλεκτου
σε έναν κόσμο
αφόρητα γλωσσικό
γράφει στη στροφή V των «ποιητικών επιμερισμών» του, δίνοντας έναν πολύ επιτυχημένο ορισμό της ποίησης που πρέπει κατά τη γνώμη μου να προστεθεί στον συναφή κατάλογο.
Του θαυμασμού για τους τέσσερις αυτούς στίχους έχει φυσικά προηγηθεί ο αναστοχασμός για τον τίτλο: «αυτοί που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι». Η πληροφορία ότι προέρχεται από την επιτύμβια επιγραφή του ρηξικέλευθου Μαρσέλ Ντυσάν δεν σημαίνει τίποτα μπροστά σε αυτό που υπονοεί ο τίτλος: όταν πεθαίνει κάποιος, αυτοί που πραγματικά πεθαίνουν μέσα τους είναι οι άλλοι που τον αγάπησαν. Κι ας τρέπουν το πένθος τους σε τέχνη.
Η συλλογή γράφτηκε με αφορμή τον θάνατο ενός συμφοιτητή του Άρη Φίλιππα, του Βασίλη Μπακογιάννη, ο οποίος αυτοκτόνησε για «να βρει μια θάλασσα που τον χωρά». Ο Φίλιππας, στο προφίλ του στο Facebook (γιατί στο βιβλίο δεν αναφέρεται σχεδόν τίποτα σχετικά) γράφει ότι έστειλε στην καπετάνισσα αδελφή του δύο αντίτυπα, ζητώντας της να βάλει το ένα σε μπουκάλι και να το ρίξει στη θάλασσα για να φτάσει στον πνιγμένο του συμφοιτητή και φίλο. Υπέροχα συμβολική κίνηση, μα νομίζω πως δεν χρειάζεται. Το βιβλίο θα τον φτάσει στα σίγουρα, φωτισμένο από την αγάπη και τη συγκίνηση όσων το διαβάζουν.
Το πρώτο μέρος της συλλογής, στο οποίο εντάσσεται και το πιο πάνω τετράστιχο, επιγράφεται «εννέα σπαράγματα για την Άνοιξη». Μεταξύ των σπαραγμάτων και:
το πιο ωραίο ποίημα μου
το έγραψα με τα χέρια σου
πάνω μου
οι ώρες χόρευαν στους αλλόκοτους
ρυθμούς σου οι λεπτοδείκτες
κοκκαλιασμένοι σαν βομβιστές
αυτοκτονίας λίγο πριν τε
λειώσουν
στην ικετήρια ιαχή
το πιο ωραίο ποίημα μου
το έγραψες με τα χέρια σου
πάνω μου
και δεν περιείχε
ούτε
μία
λέξη
Οι τίτλοι των ποιημάτων και οι στίχοι σπάνια περιέχουν κεφαλαία γράμματα. Τα κεφαλαία δεν συνηθίζονται στη συλλογή και, στις ελάχιστες περιπτώσεις που επιστρατεύονται, χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν κάτι πολύ σημαντικό. Στο ποίημα «έχει τελικά ένα ενδιαφέρον το να μένεις άδειος», κάποιοι διασκελισμοί στίχων στους επόμενους («πεσμένοι στο πάτωμα αγκαλιά μ’ εκατοντ-/ Άδες τσιγάρα που μας κάπνιζαν») τα κεφαλαία αφήνουν να διαφανούν εναλλακτικά επίπεδα ανάγνωσης – είναι μια τεχνική που απαντά στη σύγχρονη ποίηση έτσι όπως γράφεται κυρίως στο εξωτερικό, ο αγαπημένος μου Ocean Vuong π.χ. τη χρησιμοποιεί κατά κόρον, και το λέω αυτό επειδή έχω δει, συγκριτικά, λίγους μόνο Έλληνες ποιητές να τη δοκιμάζουν.
Επιπλέον, η περίφημη διακειμενικότητα βρίσκει βέλτιστη εφαρμογή της στην ποίηση του Φίλιππα. Τα ποιήματά του είναι διάστικτα από ονόματα ποιητών, φιλοσόφων ή καλλιτεχνών και έργων τους, που προσκαλούν τον αναγνώστη να τα ψάξει, αν δεν τα γνωρίζει, για να μπορέσει να ξεκλειδώσει τη βαθύτερη σκέψη πίσω από τη χρήση τους: τη σκέψη ενός ποιητή που είναι βαθιά στοχαστικός, βαθιά διαβασμένος και πλήρως συντονισμένος με την παράδοση που προηγήθηκε της ύπαρξής του, ενός ποιητή που στέκεται ταπεινός μπροστά στις μορφές που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη σκέψη και κουλτούρα.
Συνεχίζοντας την ανάγνωση, με αυτή την άποψη κατά νου, πέφτω στην προμετωπίδα του δεύτερου μέρους του βιβλίου (που τιτλοφορείται «ενδορρήξεις»), η οποία περιλαμβάνει στίχους ενός Έλληνα ράπερ! Και χαμογελώ: προφανώς ο Άρης Φίλιππας είναι ένας νέος άνθρωπος της εποχής του. Από αυτή την ενότητα θα παραθέσω, ενδεικτικά, ένα απόσπασμα από το πρώτο ποίημα:
η ταυτότητα του Όιλερ
πάντα θα επιστρέφουμε στην Ομορφιά
των πραγμάτων
σαν τα νερά του ποταμού το σώμα
πάντα θα γυρίζει
στις πληγές του
κ’ απ’ τις πηγές του αρτεσιανό κορμί
θα κελαρύζει
Το ποίημα αναφέρεται στην ομορφιά των αριθμών (ο Λέοναρντ Όιλερ ήταν διάσημος μαθηματικός του 18ου αιώνα) και κλείνει με τους στίχους:
πάντα θα επιστρέφουμε στην Ομορφιά
του οριακού
σ’ εκείνο το κορίτσι με τα νούφαρα στα χέρια
στο Traum ως τραύμα ενδιάθετο του ανθρώπου
στο ποίημα, το μόνο Σύμπαν
όπου ένα κ’ ένα
κάνουν τ’ άπειρο
Το Traum του στίχου σημαίνει «όνειρο» στα γερμανικά, όμως εδώ ο Φίλιππας παίζει με τη φαινομενική ομοιότητα της λέξης με την ελληνική «τραύμα» (στη γλωσσολογία ονομάζουμε τέτοιες λέξεις ψευδόφιλες – false friends ή faux amis), για να δηλώσει ότι το όνειρο είναι το ευάλωτο εγγενές μας σημείο στην ποίηση, τον μοναδικό χώρο όπου ένα κι ένα δεν κάνουν δύο, αλλά το άπειρο. Μια μαθηματική απόδειξη της ανατρεπτικής ποιητικής δύναμης, της ποιητικής μαγείας.
Το ποίημα «τι κάνει η νύχτα πριν κοιμηθεί» επιγράφεται με έναν στίχο του Γιώργου Φιλιππίδη, του ποιητή που αυτοκτόνησε το 1997 πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, λίγο-πολύ στην ηλικία του συμφοιτητή τού Φίλιππα. Αυτού του ποιήματος έχει προηγηθεί «η γνησιότητα της ήβης», από την οποία το ακόλουθο απόσπασμα:
ένας έφηβος
με την πένθιμη γλύκα του σκιόφωτος
καρφώνει στο λαιμό του ένα μολύβι
κ’ αιμορραγεί ακατάσχετα χυμούς αγριοφράουλας
βάφοντας το θρανίο του
ποιήματα
Το τρίτο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «μπαλάντες του Totestrieb» με την τελευταία λέξη να σημαίνει «παρόρμηση θανάτου». Αυτό το μέρος περιλαμβάνει τρεις μπαλάντες με την παραδοσιακή μορφή του είδους: τρεις οκτάστιχες στροφές ακολουθούμενες από μια τετράστιχη, σε ρίμα. Στον καταληκτήριο στίχο του τελευταίου ποιήματος αυτής της ενότητας συναντάμε μια μορφή του ελληνικού τραγουδιού, τη Φλέρυ Νταντωνάκη, το όνομα της οποίας κλείνει τον στίχο και το ποίημα (άρα και την ενότητα). Έτσι, έρχεται μάλλον φυσικά το τέταρτο μέρος, η «αναφορά στον Γιάννη Παπαϊωάννου (1914-1972)» που περιλαμβάνει ένα μόνο ποίημα, το «Μπαρμπαγιάννης», στο οποίο ο γνωστός ρεμπέτης Παπαϊωάννου εμφανίζεται να «σημαδεύει μ’ ένα μπαγλαμαδάκι το Θεό».
Κλείνοντας το βιβλίο, επέστρεψα στη χειρόγραφη αφιέρωση της πρώτης σελίδας και στάθηκα λίγη ώρα: «στην Χριστίνα Λιναρδάκη με αγάπη και εκτίμηση». Στάθηκα, επειδή μου έκανε εντύπωση η επιλογή της λέξης «αγάπη». Ευχαριστώ τον Άρη και του την επιστρέφω στο ακέραιο. Ο Άρης Φίλιππας, που ηλικιακά θα μπορούσε να είναι γιος μου, κέρδισε με το σπαθί του και την αγάπη και την εκτίμησή μου γιατί, πέρα από το γεγονός ότι μου χάρισε ένα πραγματικά καλό ποιητικό βιβλίο (όχι και τόσο συχνό γεγονός από μόνο του), έκανε κάτι πολύ πιο σημαντικό: ανανέωσε την πίστη μου στη νέα γενιά ανθρώπων της διανόησης, στη νέα γενιά ποιητών. Κι αυτό είναι ανεκτίμητο.
Χριστίνα Λιναρδάκη