Ένα απόλυτο δεδομένο της ζωής μας είναι πως ο χρόνος κυλά πάντα προς τα μπρος. Κι όμως, πολλές φορές εμείς οι άνθρωποι επιστρέφουμε νοερά σε κάποιες στιγμές της ζωής μας που μας καθόρισαν, μας αναστάσωσαν, χαράκτηκαν αθόρυβα ή θορυβωδώς στο υποσυνείδητό μας. Έτσι γίνεται και εδώ. Ο αφηγητής είναι πλέον αρκετά μεγάλος σε ηλικία και όμως ξαναγυρνά στη Φάχα, ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας στα τέλη της δεκαετίας του ’50 για να μας μιλήσει για τη ζωή εκεί, σε αυτόν το μικρό τόπο που διατηρούσε σχεδόν χίλια χρόνια τους δικούς του ρυθμούς, λίγο πριν έρθει ο εκσυγχρονισμός που υποσχόταν πως θα μπορούσε να μετατρέψει κυριολεκτικά τη νύχτα σε… μέρα.
Η επιλογή του συγγραφέα να μας δηλώσει εξαρχής πως θα μιλήσει για έναν κόσμο που τώρα πια έχει χαθεί δίνει στον παλμό της αφήγησής του έναν τόνο νοσταλγίας.
Σε αυτήν την αγροτική περιοχή της Ιρλανδίας, οι άνθρωποι ζούσαν σε μια γλυκιά αταραξία, σε μια βραδύτητα, χωρίς ανέσεις, με την εκκλησία ως συνεκτικό ιστό, σε μια κοινωνία συσπειρωμένη, με τα μικρά μαγαζιά της, τις παμπ με την ιρλανδική μουσική, τους δρόμους με τις λακκούβες, τις αγροικίες. Λίγοι ήξεραν το μέρος αυτό και όσοι τύχαινε να το βρουν, μάλλον για αλλού είχαν κινήσει. Ήταν το μέρος που σχεδόν πάντα έβρεχε. Η βροχή εκεί «ερχόταν συντροφιά με τους γλάρους και με μυρωδιές από φύκια και αλμύρα».
Οι άνθρωποι κουβαλούσαν το νερό από το πηγάδι, είχαν κότες στην αυλή και άπλωναν τα σεντόνια να τα δέρνει ο άνεμος μέχρι να΄ρθει πολύ σύντομα η επόμενη βροχή. Τα παιδιά έκαναν ό,τι ήθελαν, καθώς ξεχύνονταν στη φύση ανέμελα και αδέσποτα. Το τηλέφωνο ήταν σπάνιο και όλοι συγκεντρώνονταν σε ένα σπίτι για να μιλήσουν. Τα αυτοκίνητα λιγοστά, οι οδηγοί τους τα παρατούσαν στα πιο άκαιρα σημεία, ενώ οι πιο πολλοί πήγαιναν στον προορισμό τους με ποδήλατο ή με κάρο. Οι ιστορίες εκεί δεν τελείωναν ποτέ γιατί ο χρόνος ήταν άπλετος. Οι άνθρωποι απολάμβαναν την ανεμελιά, ακόμη και τη φτώχεια.
«Βρισκόσουν μέσα στη μηχανή του Πάσχα. Χάρη στην αιώνια μαγεία που επιτρέπει σε έναν λαό απένταρο όχι μόνο να επιβιώνει αλλά να το γλεντάει κιόλας, οι εορταστικές προετοιμασίες προχωρούσαν».
Ήταν το μέρος που «το ηλεκτρικό ήταν πάντα καθ΄οδόν, οι φήμες έλεγαν πως ερχόταν, συνοδευόμενο από ιστορίες για καταστροφές και θαύματα, προς το παρόν όμως βρισκόταν πάντα κάπου αλλλού».
Ο Νόου, ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής, γέρος πια, επιλέγει να συγκρατήσει στη μνήμη του και να αναπλάσει αυτή την εποχή της ενηλικίωσής του σε ένα μέρος που αγάπησε και τον γέμισε συναισθηματικά, του χάρισε εμπειρίες ζεστές και ανεπανάληπτες. Παρά το γεγονός ότι δεν πήγε και στην καλύτερη στιγμή της ζωής του εκεί, εντούτοις μοιάζει σαν να γλύκαναν οι πληγές μέσα του και η συγκίνηση τον καλεί επιτακτικά πάλι σε εκείνα τα μέρη τα παλιά.
Και ο χρόνος ξαναγυρίζει πίσω.
Ο ηλεκτρισμός δεν είχε φτάσει ακόμη στη Φάχα, όμως η βροχή σαν από θαύμα είχε σταματήσει όταν ο δεκαεφτάχρονος τότε Νόου πήγε να μείνει εκεί μαζί με τη γιαγιά και τον παππού, έπειτα από το θάνατο της μητέρας του. Σε μια δύσκολη γι΄αυτόν στιγμή, μετά από μια τραυματική εμπειρία! Και λίγο αργότερα εγκαταστάθηκε στο σπίτι τους κι ένας νοικάρης, ο Κρίστυ, που είχε έρθει να δουλέψει για την εταιρεία ηλεκτρισμού ή μάλλον αυτό ήταν μονάχα η αφορμή, γιατί η επιλογή του τόπου δεν ήταν τυχαία, καθώς μια υπόθεση από το παρελθόν τον απασχολούσε ακόμη έντονα. Σύντομα ο Κρίστυ και ο Νόου θα γίνουν δύο καλοί φίλοι, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας τους.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, δίπλα στον παππού και στη γιαγιά, που είναι θαρρείς και οι κύριοι εκφραστές αυτής της παλιάς ζωής, απόλυτα δεμένοι με τον τόπο τους, και απόλυτα εξοικειωμένοι με τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους, αναπτύσσεται και μια ολόφρεσκη ιστορία ενηλικίωσης, καθώς ο νεαρός Νόου μεγαλώνει και δένεται και αυτός με τον τόπο και τους ανθρώπους, ενώ αρχίζει να αισθάνεται για πρώτη φορά τη «μεθυστική αλλοτριότητα» του γυναικείου φύλου.
Αυτό είναι ευτυχία είναι ο τίτλος του βιβλίου και αυτό που υπόσχεται ο τίτλος, όντως, το συναντάμε, σε μια αφήγηση που μοιάζει να έχει σχεδόν παραμυθιακό χαρακτήρα, καθώς ο αναγνώστης χαλαρώνει και συμπαρασύρεται σε αυτήν την αύρα που εκπέμπει μια ζωή απλή και αδιατάρακτη.
Ο συγγραφέας μας φέρνει ατόφια την ανάσα μιας εποχής πολύ διαφορετικής από τη δική μας. Οι άνθρωποι μοιάζουν επαρκείς με τη ζωή τους, δεν ζητούν κάτι παραπάνω από αυτό που έχουν και όλα εκτυλίσσονται χωρίς βιασύνη, φυσικά και ήσυχα.
Είναι η εποχή που ο κόσμος όλος αρχίζει να αλλάζει και τα «θαύματα» του πολιτισμού προκαλούν απορία και ενθουσιασμό. Κι όμως κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο δεμένοι με τη ζωή που κάνουν που αρνούνται σχεδόν πεισματικά να εξελιχθούν.
Με δεδομένο επίσης ότι ο αφηγητής είναι πλέον ένας ηλικιωμένος που ουσιαστικά αναπλάθει τα χρόνια της ενηλικίωσής του, ο συγγραφέας αφήνει κατά κάποιο τρόπο να φανεί και το αποτύπωμα της νεανικής ζωής του Νόου στο πέρασμα του χρόνου. Αυτή η αίσθηση του να αντικρίζεις το χρόνο αντίστροφα, όχι τη στιγμή που ζεις τα γεγονότα, μα τη στιγμή που τα θυμάσαι μοιάζει να δίνει σε όλα τα περασμένα μια νέα εσωτερική υπόσταση. Η μνήμη εξάλλου που πολλές φορές λειτουργεί ως ανάχωμα στη σχεδόν κυνική ταχύτητά του χρόνου, μερικές φορές μπορεί να κάνει ακόμη πιο όμορφη τη ζωή που ζήσαμε. Ίσως γιατί στέκεται πιο πεισματκά σε μερικές λεπτομέρειες που πιθανόν τις αγνοήσαμε, ενόσο τις βιώναμε. Αυτή την αθόρυβη υποδόρια γλυκύτητα της ζωής καταφέρνει να συλλάβει η πένα του συγγραφέα. Κάτι που όσο το ζεις το αγαπάς μεν, αλλά δεν αντιλαμβάνεσαι ακριβώς πώς είναι. Και όταν ωριμάσει μέσα σου η αίσθηση που άφησε στην ψυχή σου νιώθεις στο έπακρο πως ήταν κάτι μαγικό.
«Γέρος άνθρωπος είμαι, δείξε κατανόηση. Τα λέω αυτά εδώ, γιατί γρήγορα φτάνεις σε ένα σημείο όπου δεν είσαι σίγουρος ότι θα έχεις αύριο, όπου σκέφτεσαι για κάτσε να τα πω τώρα καλού κακού, εδώ, όχι μόνο επειδή δεν έχεις πια το χρόνο με το μέρος σου, μα και γιατί συνειδητοποιείς ότι ποτέ δεν τον είχες, ότι τα πράγματα περνούσαν τρέχοντας από μπροστά σου πολύ γρήγορα για να προλάβεις να τα εκτιμήσεις, θαύματα ολόκληρα, το πράσινο ξέσπασμα της άνοιξης, τα άμορφα πλασμένα τραγούδια αθέατων πουλιών, η άνοδος και η πτώση των λευκών κυμάτων, όλα αυτά περνούσαν από μπροστά σου χωρίς εσύ να τα παρατηρείς».
Και, έπειτα, ο συγγραφέας, χωρίς καν να επιδιώκει να θέσει φιλοσοφικά ερωτήματα, στέκεται για λίγο και στον τρόπο που βιώνουμε την κάθε εμπειρία μας. Και πολύ απλά ανακαλύπτει πως ίσως στη ζωή μας πού και πού χρειάζεται ένα μικρό σταμάτημα στο χρόνο, μια τόση δα μικρή παύση για να συνειδητοποιήσουμε την αίσθηση της δικής μας ύπαρξης και της συνύπαρξής μας με ανθρώπους αγαπημένους. Μια παύση για να αφουγκραστούμε τον ήχο της φύσης, τον έρωτα, την αγάπη, τη συντροφικότητα, όλη αυτή την υπέροχη γοητεία που συχνά μας περιβάλλει. Όλη αυτή την ομορφιά που μπορεί να περικλείουν πολλές στιγμές της ζωής μας, που χάνονται και φεύγουν σχεδόν απαρατήρητες.
Γιατί πάντα υπάρχει η χαρά των μικρών πραγμάτων, ή γιατί τελικά, κατά το συγγραφέα, ευτυχία ίσως και να είναι το ίδιο το θαύμα της ζωής.
Ήλια Λούτα