Προσοχή! Αυτό που ακολουθεί σε καμία περίπτωση δεν είναι κριτική θεάτρου – και δεν θα μπορούσε άλλωστε εφόσον λείπουν βασικές γνώσεις, όπως αντανακλάται και από τις επιλογές μας που είναι λίγο φύρδην-μύγδην. Είναι όμως το οδοιπορικό μιας ανθρώπου (και φυσικά αναφέρομαι στο συγκλονιστικό ποίημα «Η άνθρωπος» της Ζωής Καρέλλη, όπως θα καταλάβατε, άλλωστε λογοτεχνικό site είμαστε!) που αποφάσισε να πάει θέατρο με βάση το… μάρκετινγκ, δηλαδή με βάση τον τρόπο που πλασάρονται αυτές οι παραστάσεις.
Πρώτη παράσταση που είδα λοιπόν με την παρέα μου ήταν το Sexy Laundry η οποία παίζεται στο θέατρο Κάππα στην Κυψέλη. Όταν πήγαμε μας φάνηκε λίγο βαρύ μολονότι κωμωδία, αφενός επειδή παίζουν μόνο δύο ηθοποιοί (Σπύρος Παπαδόπουλος και Δάφνη Λαμπρόγιαννη) και αφετέρου επειδή το έργο είναι ένας καθρέφτης για τα ζευγάρια που αριθμούν πολλά χρόνια μαζί και βλέπουν αυτό που τους έφερε αρχικά κοντά να ξεθωριάζει στον βωμό της καθημερινότητας και τον τροχό του χρόνου. Έτσι, μαζί με τις κωμικές σκηνές, υπάρχουν και σκηνές που μπορεί να ζορίσουν τους θεατές (ή τουλάχιστον όσους έχουν τη μύγα…).
Ωστόσο, αναγνωρίσαμε ότι πρόκειται για μια καλή παραγωγή, με ωραία σκηνικά και εξαιρετικές ερμηνείες εκ μέρους των δύο ηθοποιών, οι οποίοι με μπρίο (Λαμπρόγιαννη) και συμπάθεια (Παπαδόπουλος) αποκαλύπτουν πως αυτό που χρειάζεται τελικά για να ζούμε σε μια καλύτερη καθημερινότητα (και για να σώσουμε τον γάμο μας) είναι η αλληλοκατανόηση και η υπενθύμιση της αγάπης.
Είπα ότι μας φάνηκε λίγο βαρύ στην αρχή, ήταν όμως τελικά μακράν η καλύτερη από τις κωμωδίες που παρακολουθήσαμε αυτούς τους δύο μήνες που ξαναπηγαίνουμε θέατρο συστηματικά.
Στη συνέχεια, πήγαμε στα 170 τετραγωνικά στο θέατρο Ιλίσια στην Παπαδιαμαντοπούλου. Οι κριτικές μιλούσαν για μια συγκλονιστική παράσταση και – σας το υπογράφω – ήταν πράγματι. Κατ’ αρχάς ο θεατής μπαίνει σε μια συνθήκη όπου λίγα είναι γνωστά και υπάρχει μια επίφαση ομαλότητας, μέχρι που τα δεδομένα αρχίζουν ένα-ένα να ανατρέπονται και οι εξελίξεις γίνονται καταιγιστικές. Ναι, υπάρχει ένταση επί σκηνής – πολλή σε κάποιο σημείο. Ναι, και αυτή η παράσταση λειτουργεί σαν καθρέφτης της ελληνικής οικογένειας: δείχνει ανάγλυφα τον προσανατολισμό στο χρήμα, ακόμα και σε βάρος της οικογενειακής κληρονομιάς (ή, ανάλογα με την οπτική, επειδή ακριβώς πρόκειται για οικογενειακή κληρονομιά) ή την ανώμαλη σχέση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα σε αδέρφια και την αντίστοιχη που μπορεί να έχουν με τους πεθαμένους πια γονείς τους.
Η παράσταση όμως είναι αποκαλυπτική και των προσωπείων που μπορεί να φορέσει ο άνθρωπος για να επιτύχει τους σκοπούς του – ακόμη και αν αυτοί συνοψίζονται απλώς σε μια οικογενειακή γαλήνη – και της κρυμμένης ατζέντας που μπορεί να έχει όταν έρχεται σε συναλλαγή με τους άλλους, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Θυμάμαι πως έπιασα αρκετές φορές τον εαυτό μου με ανοιχτό το στόμα, καθώς οι εξελίξεις ήταν όντως αναπάντεχες – ενώ θύμιζαν συγχρόνως και οικείες κατααστάσεις.
Αμαλία Αρσένη, Βάλια Παπακωνσταντίνου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Γιωργής Τσουρής και Άννα Πατητή είναι οι ηθοποιοί που καταθέτουν πραγματικά την ψυχή τους πάνω στη σκηνή για να παραδώσουν στον θεατή μια εξαιρετική παράσταση. Το μόνο αρνητικό: οι πολλές φωνές επί σκηνής που είνα ικανές να προκαλέσουν πονοκέφαλο.
Κατόπιν, είδαμε για κακή μας τύχη στο Ρουκ Ζουκ Special το επεισόδιο με τον Παντελή Καναράκη και τον θίασό του. Από τα συμφραζόμενα (τρεις σεζόν παράσταση, 50 κοστούμια κ.λπ.) μας φάνηκε ότι θα έχει πλάκα και έτσι καταφτάσαμε στο θέατρο Πειραιώς 131 για να δούμε το Σινέ. Βάζω το λινκ απλώς για να δείτε τι γράφεται για τη συγκεκριμένη παράσταση και πόσο εύκολο είναι να παραπλανηθεί κάποιος. Βεβαίως, μετά πληροφορήθηκα ότι στο συγκεκριμένο θέατρο παίζονται κατά κανόνα λαϊκίστικες παραστάσεις και κατάλαβα το πλαίσιο – χάθηκε να το είχα πληροφορηθεί νωρίτερα;
Το Σινέ λοιπόν ήταν η απόλυτη φλόπα. Ο Καναράκης παίζει κατά κύριο λόγο γυναικείους ρόλους και, όπου παίζει αντρικούς, κάτι δεν πάει καλά: του ξηλώνονται π.χ. τα μουστάκια, το γιλέκο δεν του κάθεται. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι εν πολλοίς άγνωστοι. Τα πολυδιαφημιζόμενα 50 κοστούμια μάλλον τα προμηθεύτηκαν από τη λαϊκή αγορά, όσο για τα σκηνικά, ειλικρινά νομίζω πως μια σχολική παράσταση με το ίδιο θέμα θα ήταν πολύ πιθανό να είχε καλύτερα.
Υποτίθεται ότι το έργο ήταν μια σπονδυλωτή περιήγηση σε κινηματογραφικές σκηνές, μόνο που δεν υπήρχε καμία ισορροπία μεταξύ τους: άλλες είχαν διάρκεια 5 λεπτά, άλλες 10, άλλες 15 και η τελευταία σκηνή που διαδραματιζόταν στην Πλάκα πρέπει να διήρκεσε περίπου μισή ώρα. Τα κείμενα ανέμπνευστα, οι ερμηνείες μέτριες και τα χορευτικά γελοία: ειλικρινά πιστεύω πως μια σχολική παράσταση θα είχε μεγαλύτερη πλάκα. Ούτε σαν σάτιρα δεν μπορούσε να σταθεί αυτό το εγχείρημα.
Για να υπερκεράσουμε την παταγώδη αποτυχία του Σινέ, είπαμε στη συνέχεια να πάμε να δούμε μια σοβαρή παράσταση. Και πήγαμε στη Μεταμόρφωση του Κάφκα που παίζεται στο θέατρο Πόρτα στους Αμπελόκηπους. Εδώ υπήρχαν εξαρχής τα εχέγγυα για ένα καλό αποτέλεσμα, διότι το κείμενο είναι η γνωστή ασφυκτική συνθήκη που είναι, και όλα εξαρτιώνταν ουσιαστικά από τις ερμηνείες οι οποίες, ευτυχώς, αποδείχθηκαν εξαιρετικές. Πρωταγωνίστρια (Γκρέγκορι Σάμσα) είναι η Σίσσυ Δουτσίου η οποία με έχει απασχολήσει θετικά και ως ποιήτρια, και η οποία εμφανίζεται ολόγυμνη επί σκηνής για όλη τη διάρκεια της παράστασης. Είναι προφανώς ένα σκηνοθετικό εύρημα που αναδεικνύει την άβολη συνθήκη της μεταμόρφωσης – και στο οποίο συνηγορούν οι άβολες πόζες εντόμου που παίρνει η Δουτσίου, και που αποτελεί ίσως παράλληλα «κράχτη» για την παράσταση, όμως ειλικρινά ήταν αχρείαστο γιατί το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα θα επιτυγχανόταν κι αν η ηθοποιός φορούσε ένα ολόσωμο κολάν.
Εν πάση περιπτώσει, η παράσταση ήταν συγκλονιστική με τα βίντεο που προβάλλονταν στο τεράστιο video wall της σκηνής και τις υπέροχες μουσικές που ακούγονταν κατά διαστήματα, με τα λιτά σκηνικά, τους στιλιζαρισμένους ρόλους των υπόλοιπων ηθοποιών (Στέβη Φόρτωμα, Συμεών Τσακίρης, Λουκία Ανάγνου, Θωμάς Χαβιανίδης) που ενσάρκωναν τη Μητέρα, τον Πατέρα, την Αδερφή και τον Προϊστάμενο, τα κοστούμια εποχής και το συγκλονιστικό βέβαια κείμενο του Κάφκα να οδηγεί την παράσταση. Το μόνο αρνητικό: έκανε κρύο μέσα στο θέατρο και αναγκαστήκαμε να φοράμε τα πανωφόρια μας καθ’ όλη τη διάρκεια (ευτυχώς ήταν μόνο μία ώρα).
Και, τέλος, είπαμε να πάμε να δούμε μια πολλά αναμενόμενη παράσταση με γνωστά ονόματα: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Σμαράγδα Καρύδη, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Στεφανία Γουλιώτη, Γιώργος Χρυσοστόμου, Λένα Παπαληγούρα, Γιώργος Ψυχογυιός, Δάφνη Δαυίδ, Γιώργος Ζυγούρης. Θα καταλάβατε πως πρόκειται για Το σώσε του βρετανού Michael Frayn που πρόσφατα ξεκίνησε να παίζεται στο θέατρο Παλλάς της οδού Βουκουρεστίου. Εντάξει, μετά το Σινέ, αυτή η παράσταση ήταν η χαριστική βολή! Η αμηχανία του θεατή σε όλο της το μεγαλείο. Από τις σπάνιες φορές που είδα θεατές να σηκώνονται να φεύγουν στο διάλειμμα ή και στη μέση.
Επί δύο ώρες παρακολουθούσαμε τους ηθοποιούς να μπαίνουν και να βγαίνουν από πόρτες κρατώντας πιάτα με σαρδέλες, να ανεβοκατεβαίνουν αφηνιασμένοι σκάλες (τα σκηνικά τουλάχιστον ήταν υπερπαραγωγή), να στροβιλίζονται επί σκηνής, να πέφτουν καταπρόσωπο πάνω σε στύλους και τίποτα απ’ όλα αυτά να μην παράγει γέλιο (εκτός από ελάχιστες στιγμές που το μπάχαλο ήταν απόλυτο)! Δεν ξέρω πώς γίνεται! Δεν το πιστεύαμε ούτε κι εμείς! Κλάψαμε τα 30 ευρώ που πλήρωσε έκαστος και πήγαμε να φάμε σουβλάκι… τουλάχιστον αυτό μας αποζημίωσε με έναν τρόπο!
Τρία (καλά) – δύο (φλόπες) λοιπόν μέχρι στιγμής στις θεατρικές παραστάσεις. Είμαστε όμως αμετανόητοι και θα συνεχίζαμε, αν δεν τελείωναν οι περισσότερες παραστάσεις το Πάσχα. Ελπίζουμε στη νέα σαιζόν ο θεός του θεάτρου να μας βοηθήσει να κάνουμε φωτισμένες επιλογές!
Χριστίνα Λιναρδάκη