Χριστίνα Λιναρδάκη: Η πρώτη σας παρουσία στα γράμματα έγινε με ένα ποίημά σας, τη «Μοναξιά», που δημοσιεύσατε σε ηλικία 17 μόλις ετών στην «Καινούρια εποχή» του Γουδέλη. Ένα παιδί 17 ετών ήξερε τι σημαίνει μοναξιά;
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Έγραφα και πριν απ’ αυτό, δεν θυμάμαι ποτέ μου να μην έγραφα. Πάνω από μισό αιώνα μετά, μου κάνει και μένα εντύπωση πώς μπόρεσα τότε να γράψω για τη μοναξιά. Νομίζω ότι έχει σχέση με την αναπηρία μου που έπρεπε κι εγώ να ξεπεράσω ψυχολογικά, για να προχωρήσω.
Χ.Λ.: Αναφέρεστε στη γνωστή ιστορία με τον σταφυλόκοκκο, έτσι δεν είναι;
Κ.Α.-Ρ.: Ναι. Μόλις γεννήθηκα, με καισαρική, κάτι λάθος θα έγινε και προσβλήθηκα αμέσως. Το ότι έζησα ήταν σκέτο θαύμα και, βέβαια, επηρεάστηκαν τα οστά μου, ο μυελός και το χέρι. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι οι γονείς μου με έκαναν μεγάλοι και βιάζονταν, ο πατέρας μου ήταν 60 χρονών όταν γεννήθηκα, γεννήθηκε το 1881, ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Καζαντζάκη. Αν λοιπόν οι γονείς μου είχαν καθυστερήσει έναν χρόνο – τι ήταν ένας χρόνος ακόμη – θα είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη και θα ήμουν μια χαρά. Αλλά, όπως λέω και ξαναλέω και ξαναλέω, η ζωή είναι μια ζυγαριά: βάζεις το κακό στο ένα δισκάκι και λες «γιατί Θεέ μου να μου τύχει αυτό» και δεν βλέπεις ότι από την άλλη μεριά μπαίνει το καλό, ακριβώς στην ίδια ποσότητα. Σ’ αυτήν ακριβώς την αναπηρία, λοιπόν, χρωστάω την ώριμη από νωρίς αίσθηση της ζωής και την ώριμη σκέψη μου.
Χ.Λ.: Σίγουρα… Με εκείνο το ποίημα, τη «Μοναξιά», ο νονός σας Νίκος Καζαντζάκης είχε ενθουσιαστεί, έτσι δεν είναι;
Κ.Α.-Ρ.: Ο Καζαντζάκης με είχε συστήσει στον Γουδέλη και είχε γράψει ένα σημείωμα: «διαβάστε αυτό το ποίημα, είναι το καλύτερο που έχω διαβάσει ποτέ». Ένα από τα πράγματα που είμαι υπερήφανη στη ζωή μου, τα ελάχιστα, είναι ότι δεν το πήρα επάνω μου. Αντίθετα, είπα: «ωχ, υπερβολές του Καζαντζάκη», γιατί ήταν στις εκφράσεις του πολύ πλούσιος. Επίσης, του ταίριαζε πολύ η μοναξιά γιατί ήταν ένα από τα βασικά θέματα, παρότι έζησε ωραία με την Ελένη, αλλά το είχε κάνει θρησκεία μέσα του.
Χ.Λ.: Ακόμα κι αν το διασκεδάσατε, το να έχεις τέτοια στήριξη στα πρώτα σου βήματα είναι κι αυτό κάτι, όμως.
Κ.Α.-Ρ.: Είναι το άλφα και το ωμέγα. Και όλη μου η οικογένεια, οι γονείς μου ήταν άνθρωποι του πνεύματος, ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, άνθρωπος πολύ διαβασμένος και η μητέρα μου διάβαζε πολλή λογοτεχνία.
Χ.Λ.: Έχετε πει ότι «το ποίημα πρέπει να έχει πληγή να ακουμπήσει». Εξακολουθείτε να το πιστεύετε αυτό;
Κ.Α.-Ρ.: Ξεκινάει από τον σταφυλόκοκκο η σκέψη μου, αλλά η ζωή αργότερα μου έδειξε ότι τα ποιήματα ξεκινάνε από μια πληγή. Η ουλή είναι το ποίημα. Και βέβαια, επίσης, γι’ αυτό τα περισσότερα ποιήματα γράφονται στη νεότητα γιατί τότε εισπράττουμε από τον έρωτα τις πιο πολλές χαρές και τις πιο πολλές πληγές. Αλλά και αργότερα η ζωή είναι πολύ γενναιόδωρη σε πληγές. Από την άλλη, για να μπορέσεις να εκμεταλλευτείς αυτό που έχεις στην ψυχή σου, δεν φτάνει η πληγή, πρέπει να έχεις και ένα δώρο: όλοι οι άνθρωποι έχουν πληγές, αλλά δεν είναι όλοι ποιητές.
Χ.Λ.: Στον αντίποδα αυτού που λέτε, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πως πολλοί σύγχρονοι «ποιητές» δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν την πληγή ή δεν την έχουν, με αποτέλεσμα να νιώθουν ότι πρέπει να κατασκευάσουν λύπη και είναι κούφιο όλο αυτό.
Κ.Α.-Ρ.: Αντί για πληγή αυτοί έχουν ένα άλλο, πολύ χειρότερο κακό: φιλοδοξία. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να ακουστούν. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που λαβαίνω τόσα βιβλία νέων παιδιών με πάρα πολύ ταλέντο και είναι άλλα τα οποία φαίνονται αμέσως ότι είναι κούφια. Αυτή η φιλοδοξία είναι η αρνητική πληγή.
Χ.Λ.: Έχει αλλάξει η αξία της ποίησης τα τελευταία σαράντα χρόνια;
Κ.Α.-Ρ.: Μου κάνει εντύπωση ότι γράφουν νέα παιδιά τόσο καλά βιβλία. Το επίπεδο είναι πολύ υψηλότερο από το ανάλογο της εποχής μου. Ίσως να ήταν και τότε έτσι αλλά να μην τολμούσαν. Υπάρχει ένα παράδοξο: αυτοί που έχουν τρελή φιλοδοξία, δεν γράφουν καλά ποιήματα. Διαθέτουν εκφραστική ικανότητα, αλλά δεν έχουν το συναίσθημα.
Χ.Λ.: Σας έχουν χαρακτηρίσει ερωτική ποιήτρια. Τι είναι ο έρωτας για σας; Πώς τον έχετε αντιληφθεί τελικά;
Κ.Α.-Ρ.: Το «τελικά» είναι η κατάλληλη λέξη εδώ… γιατί ο έρωτας είναι θέμα νιότης. Έρωτας και νιότη είναι απόλυτα δεμένα μεταξύ τους. Ο έρωτας είναι η φυσική έκφραση του προσώπου, του σώματος, της ψυχής, του ανθρώπινου όντος που φτάνει στη νιότη. Είναι σαν την αναπνοή.
Χ.Λ.: Πείτε μας για τη σχέση σας με τον Ρόντεϋ Ρουκ.
Νόμιζα αρχικά ότι ήταν το πνεύμα του φιλέλληνα. Χρόνια μετά τον ρώτησα «Καλά, πώς άφησες την πατρίδα σου;». Και μου απάντησε: «Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα έπρεπε να γυρίσεις στον τόπο της γλώσσας σου, της ποίησής σου». Ήμασταν τότε μόλις έναν χρόνο μαζί. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα γνωρίσει τον Ρόντνεϋ. Τον έχω χάσει επτά χρόνια τώρα. Ήμασταν μαζί 43 χρόνια. Μεγάλο δώρο ζωής ένας τέτοιος σύντροφος… στην κυριολεξία σύντροφος.Χ.Λ.: Πότε ωριμάζει ένα ποίημα; Τι ρόλο παίζει ο χρόνος;
Κ.Α.-Ρ.: Για κάθε ποιητή άλλος χρόνος. Για κάθε ποίημα άλλος χρόνος. Υπάρχουν ποιητές που γράφουν ένα ποίημα την ημέρα, υπάρχουν άλλοι που γράφουν ένα ποίημα τον χρόνο. Καθένας έχει τον δικό του ρυθμό. Εμένα είναι κάθε δύο-τρία χρόνια, έρχεται και είναι σαν να μπαίνω σε ένα δωμάτιο. Όταν είμαι μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, ό,τι και να συμβεί με εμπνέει. Μα η μύγα να πετάξει, ο σκύλος να γαβγίσει με εμπνέει. Αν δεν είμαι μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, το μεγαλύτερο θαύμα να συμβεί, δεν πιάνω το μολύβι. Και βέβαια, όταν ήμουν νέα, αυτή η είσοδος συνέπιπτε πάρα πολύ συχνά με τον έρωτα. Ήταν ο οδηγός, ο θυρωρός της εισόδου.
Χ.Λ.: Ποια είναι η σχέση σας με τη μετάφραση;
Κ.Α.-Ρ.: Είναι το επάγγελμά μου. Αυτό σπούδασα στη Γενεύη, αυτό κάνω μια ζωή και βέβαια ειδικεύθηκα στη μετάφραση της ποίησης. Οι γλώσσες μου είναι αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά και ελληνικά. Στη Γαλλία σπούδασα, ήταν Άγγλος ο σύζυγός μου, μιλούσε όμως τέλεια τα ελληνικά. Στην καθημερινότητά μας μιλούσαμε κυρίως αγγλικά – και ελληνικά βέβαια. Η μετάφραση για μένα είναι απίθανη πηγή γιατί μέσα από αυτή νιώθω όχι μόνο το περιεχόμενο της ποίησης, αλλά και την απόλυτη σημασία που έχει η παντοδυναμία της γλώσσας πάνω στην ποίηση. Από κει γεννιέται η ποίηση. Η γλώσσα είναι το όχημα. Με έχει βοηθήσει και στην ποίησή μου πάρα πολύ αυτή η εμπειρία της μετάφρασης.
Η μετάφραση είναι ένα στοίχημα, να δώσεις με φυσικότητα κάτι, να μεταφέρεις την έκφραση. Και δεν πρόκειται εγώ να ευνουχίσω τη γλώσσα μου για να πω λέξη προς λέξη αυτό που είπε στη δική του ο άλλος ποιητής.
Χ.Λ.: Επομένως, μεταφράζεται η ποίηση. Επιμένω, γιατί οι γνώμες πάνω στο θέμα διΐστανται.
Κ.Α.-Ρ.: Ένα επιστημονικό κείμενο θέλει ακρίβεια, αλλά η μετάφραση της ποίησης δεν είναι η ακρίβεια της λέξης, είναι η ακριβής μεταφορά του συναισθήματος. Με τα δεδομένα στοιχεία, βέβαια, δεν μπορεί κανείς να μεταφράζει και να λέει ό,τι θέλει!
Χ.Λ.: Γιατί λοιπόν τον Michael March;
Κ.Α.-Ρ.: Και τον Michael March. Είχαμε γνωριστεί στην Πράγα, όπου δούλευε στη Σχολή Μετάφρασης. Έχει τώρα συνταξιοδοτηθεί, κρατήσαμε όμως την επαφή και πάντα τον ενδιέφερε να μεταφραστεί στα ελληνικά. Έτσι τον μετέφρασα.
Χ.Λ.: Σας άρεσε και η ποίησή του…
Κ.Α.-Ρ.: Η μετάφραση δεν είναι υποχρεωτικά να σου αρέσει. Στην ποίηση, βέβαια, πρέπει και να σου αρέσει, διαφορετικά αποκλείεται. Απλά μπορεί να συμβεί να θέλεις ή να πρέπει να μεταφράσεις μια ποίηση την οποία εκτιμάς αλλά δεν είναι το δικό σου στιλ.
Χ.Λ.: Τι θα είχατε να πείτε στους νέους ποιητές;
Κ.Α.-Ρ.: Μην το βάζετε κάτω, προχωράτε, προχωράτε!
Χ.Λ.: Τι θα ευχόσασταν για τον εαυτό σας; Τι θα θέλατε για την Κατερίνα;
Κ.Α.-Ρ.: Να μην πονάω σωματικά. Δεν πονάω, απλώς έχω μια αδυναμία στο περπάτημα και στο χέρι, αλλά να πάω έτσι όπως είμαι, όσο τραβήξει το παραμύθι…