Τρία και κάτι ποιήματα του Αμερικανού ποιητή Arthur Sze

O Arthur Sze γεννήθηκε στη Ν. Υόρκη το 1950. Είναι Αμερικανός ποιητής κινεζικής καταγωγής. Το έργο του έχει περιγραφεί από Αμερικανούς κριτικούς ως «συνδυασμός ταοϊστικής φιλοσοφίας, πέτρινων τοίχων ζεν και μεταμοντέρνου πειραματισμού». Χαρακτηριστική της ποίησής του είναι η σύνδεση ανάμεσα σε ετερόκλητα στοιχεία και ιδέες, όπως τη ζωή στην πόλη και τη φύση, την αστρονομία και την κινεζική φιλοσοφία. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να συλλάβει και να καθρεφτίσει την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Στιγμές γεμάτες χάρη, έρωτα κι ομορφιά συνυφαίνονται με ρίγη φρίκης και απειλές οικολογικής καταστροφής , καθώς ο Sze μετακινείται με δεξιοτεχνία σε διαφορετικές εικόνες – τη σελήνη που καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του νερού, λίγο αλάτι πάνω στο τραπέζι, έναν άντρα που χρωστάει νοίκια – μετατρέποντας την απλότητα σε συγχρονικότητα και το χάος σε ποίημα. Ο Sze είναι ένας ποιητής που έφτασε στη βραχεία λίστα για το βραβείο Pulitzer και χαίρει του σεβασμού κριτικών και κοινού στις ΗΠΑ, κυρίως όμως είναι ένας ποιητής που συνεχίζει να διευρύνει και να βαθαίνει τη ματιά μας στον κόσμο.

Ακολουθούν τρία ποιήματα από την πιο πρόσφατη συλλογή του Sight Lines (εκδ. Copper Canyon Press, Ουάσιγκτον 2019), τα οποία πρωτοδημοσιεύθηκαν στο περιοδικό vakxikon.gr (τεύχος αρ. 46) και απόσπασμα από ένα μεγαλύτερο ποίημα της ίδιας συλλογής που πρωτοδημοσιεύθηκε στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Poetix (αρ. 23), δυστυχώς με τυπογραφικά λάθη (δεν φαίνονται οι διαγραφές) προς αποκατάστασή τους. Εδώ παρατίθενται και τα πρωτότυπα.

**

Doppler Effect
Stopped in cars, we are waiting to accelerate
along different trajectories. I catch the rising
pitch of a train – today one hundred nine people
died in a stampede converging at a bridge;
radioactive water trickles underground
toward the Pacific Ocean; nickel and copper
particulates contaminate the Brocade River.
Will this planet sustain ten billion people?
Ah, switch it: a spider plant leans toward
a glass door, and six offshoots dangle from it;
the more I fingered the clay slab into a bowl,
the more mishappen it became; though Ihave
botched this, bungled that, the errancies
reveal it would not be better if things happened
just as I wished; a puffer fish inflates on deck;
a burst of burnt rubber rises from pavement.

Φαινόμενο Ντόπλερ
Σταματημένοι στην κίνηση, περιμένουμε να ξεκινήσουμε
για να ακολουθήσουμε διαφορετικές τροχιές. Ακούω τον όλο και δυνατότερο
θόρυβο ενός τρένου – σήμερα εκατόν εννέα άνθρωποι
ποδοπατήθηκαν όταν στριμώχτηκαν σε μια γέφυρα·
ραδιενεργό νερό κυλά αργά κάτω από το έδαφος
προς τον Ειρηνικό Ωκεανό· σωματίδια
νικελίου και χαλκού μολύνουν τον ποταμό Τζιν στην Κίνα.
Θα αντέξει αυτός ο πλανήτης δέκα δισεκατομμύρια ανθρώπους;
Ω, ας το πάρουμε αλλιώς: ένα καλλωπιστικό φυτό γέρνει προς
μια γυάλινη πόρτα, και έξι παραφυάδες κρέμονται προς τα κάτω·
όσο περισσότερο πίεζα το κομμάτι του πηλού να γίνει γαβάθα,
τόσο χειρότερο γινόταν· μολονότι τα ‘χω
κάνει μαντάρα εδώ και θάλασσα εκεί, τα λάθη μου
αποκαλύπτουν ότι δεν θα’ ταν καλύτερα τα πράγματα αν είχαν συμβεί
όπως ακριβώς ήθελα· ένα φουσκόψαρο φουσκώνει στο κατάστρωμα·
η μυρωδιά καμένου λάστιχου αναδύεται από το πεζοδρόμιο.

**

Light Echoes
In the parking lot, we look up at the Milky Way:
a poacher aims a rifle at a black rhinoceros:
a marble boat disappears in smog.
As I gaze at an anthurium, wild cockatoos
cry from the tops of blue marble trees:
a lake forms on an ice sheet: rivers branch
and branch. A guitarist leans into the space
between notes; a stone plummets
down a black well: he does not know
the silence when he will aim a bullet
at himself. On a wall, a red spider;
macaws in cages squawk when we approach:
I stretch letters into the leaf of an autograph tree.
Like lights extending along a bay,
notes from Norteňa splay in my ears –
they sparkle then disappear into black sounds.Aπαλή ηχώ
Από το πάρκινγκ, κοιτάζουμε τον Γαλαξία στον ουρανό:
ένας λαθροκηνυγός στοχεύει έναν μαύρο ρινόκερο με το τουφέκι του:
ένα μαρμάρινο καράβι εξαφανίζεται στην αιθαλομίχλη.
Καθώς κοιτάζω έναν ανθούριο, άγρια κοκατού
φωνάζουν από τις κορυφές μπλε μαρμάρινων δέντρων·
μια λίμνη σχηματίζεται σε έναν παγετώνα: τα ποτάμια διακλαδίζονται
και διακλαδίζονται. Ένας κιθαρίστας αγκαλιάζει το διάστημα
ανάμεσα στις νότες· μια πέτρα βυθίζεται
σε ένα μαύρο πηγάδι: δεν ξέρει
τη σιωπή που θα γίνει όταν εκείνος σημαδέψει με μια σφαίρα
τον εαυτό του. Σε έναν τοίχο, μια κόκκινη αράχνη·
εξωτικοί παπαγάλοι σε κλουβιά κρώζουν καθώς πλησιάζουμε:
Σκαλίζω γράμματα στο φύλλο ενός αυτοβιογραφικού δέντρου.
Σαν φώτα που εκτείνονται κατά μήκος ενός κόλπου,
νότες μεξικάνικης μουσικής ανοίγονται στα αυτιά μου –
λαμπυρίζουν έπειτα εξαφανίζονται αφού γίνουν μαύροι ήχοι.**

Courtyard fire
An autumn equinox,
    we make a fire
        in the courtyard: sparks
gust into the black air,
    and all seasons are enfolded
        in these flames:
snow gathers and tips the lilac twigs;
    a stinkhorn rises
        out of dirt below a watersprout;
ants climb the peony stalks;
    and, gazing into coals,
        I skydive and pass through
stages of youth: at first,
    I climb a tower and,
        looking out, find the world tipped;
then I dash through halls:
    if ripening is all,
        what can the dead teach us?
We who must rage and lust,
    hurtle zigzagging between cars
        in traffic, affirm
the call to abandon illusions
    is a call to abandon
        a condition that requires illusions;

and, as I pull the cord,
    spring rips and blooms;
        on landing, I sway on earth.

Φωτιά στην αυλή
Την εαρινή ισημερία,
    ανάβουμε φωτιά
        στην αυλή: σπίθες
ανεβαίνουν σε ριπές στον μαύρο αέρα,
    και όλες οι εποχές τυλίγονται
        στις φλόγες:
το χιόνι μαζεύεται και κάνει τα μαβιά κλαδάκια να γέρνουν·
    ένα μανιτάρι φυτρώνει
        μέσα απ’ το χώμα κάτω από μια πηγή·
μυρμήγκια σκαρφαλώνουν στα κοτσάνια της παιώνιας·
    και, κοιτάζοντας τα κάρβουνα,
        βουτώ από τον ουρανό και περνώ από
εποχές νεότητας: στην αρχή
    ανεβαίνω σ’ έναν πύργο και,
        κοιτώντας έξω, βλέπω τον κόσμο γυρισμένο ανάποδα·
έπειτα ορμώ μέσα σε αίθουσες:
    εάν η ωριμότητα είναι το παν,
        τότε τι μπορούν να μας διδάξουν οι νεκροί;
Εμείς, που οφείλουμε να ωρυόμαστε και να λαχταράμε,
    χιμάμε κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα σε αυτοκίνητα
        στην κίνηση, επιβεβαιώνουμε ότι
το κάλεσμα να εγκαταλείψουμε τις ψευδαισθήσεις
    είναι ένα κάλεσμα να εγκαταλείψουμε
        μια κατάσταση που απαιτεί ψευδαισθήσεις·
και, καθώς τραβώ το καλώδιο,
    η άνοιξη περνάει βολίδα κι ανθίζει·
        σαν προσγειώνομαι, ταλαντεύομαι πάνω στο έδαφος.

**

Water calligraphy
5
– Sunrise: I fill my rubber bucket with water
and come to this patch of blue-gray sidewalk –
I’ve made a sponge-tipped brush at the end
of a waist-high plastic stick; and, as I dip it,
I know water is my ink, memory my blood –

the tips of purple bamboo arch over the park –
I see a pitched battle at the entrance to a palace
and rooftops issuing smoke and flames –
today, there’s a white statue of a human figure,
buses and cars drive across the blank square –

at that time, I researched carp in captivity
and how they might reproduce and feed
people in communes – I might have made
a breakthrough, but Red Guards knocked at the door –
they beat me, woke me up at all hours

until I didn’t know whether it was midnight or noon –
I saw slaughtered pigs piled on wooden racks,
snow in the spring sunshine – the confessions
they handed me I signed – I just wanted it
to end – then herded pigs on a farm – wait –

a masseur is striking someone’s back,
his hands clatter like wooden blocks –
now I block the past by writing the present –
as I write the strokes of moon, I let the brush
swerve rest for a moment before I lift it

and make the one stroke hook – ah, it’s all
in that hook – there, I levitate: no mistakes
will last, even regret is lovely – my hand
trembles; but if I find the gaps resting places,
I cut the sinews of an ox, even as the sun

moon waxes – the bones drop, my brush is sharp,
sharper than steel – and though people murmur
at the evaporating characters, I smile, frown
fidget, let go – I draw the white, not the black –

Καλλιγραφία του νερού
5
– Αυγή: γεμίζω τον λαστιχένιο κουβά μου με νερό
και φτάνω σ’ αυτό το μπάλωμα μπλε-γκρίζου πεζοδρομίου –
έφτιαξα ένα πινέλο με σφουγγάρι στην άκρη
ενός πλαστικού κονταριού μέχρι τη μέση μου· και, καθώς το βουτώ,
ξέρω ότι το νερό είναι το μελάνι μου, η μνήμη το αίμα μου –

οι άκρες των μωβ μπαμπού σχηματίζουν αψίδα πάνω απ’ το πάρκο –
βλέπω μια άγρια μάχη στην είσοδο ενός παλατιού
και στέγες που βγάζουν καπνό και φλόγες –
σήμερα, υπάρχει το λευκό άγαλμα μιας ανθρώπινης φιγούρας,
λεωφορεία και αυτοκίνητα διέρχονται την κενή πλατεία –

εκείνη τη στιγμή, ερευνούσα κυπρίνους σε αιχμαλωσία
και πώς μπορεί να αναπαράγονται και να ταΐζουν
ανθρώπους σε κομμούνες – μπορεί να έκανα
επανάσταση, όμως οι Κόκκινοι Φρουροί χτύπησαν την πόρτα –
με έδειραν, με ξυπνούσαν όλες τις ώρες

μέχρι που δεν ήξερα πια αν ήταν μεσάνυχτα ή μεσημέρι –
είδα σφαγμένα γουρούνια στοιβαγμένα σε ξύλινες σανίδες,
χιόνι στην ανοιξιάτικη λιακάδα – τις ομολογίες
που μου έδιναν τις υπέγραφα – ήθελα μόνο να
τελειώνει αυτό – μετά γουρούνια σε κοπάδι σε ένα αγρόκτημα – μισό λεπτό –

ένας μασέρ χτυπάει την πλάτη κάποιου,
τα χέρια του κάνουν θόρυβο σα να ‘ταν ξύλινοι κυβόλιθοι –
τώρα σταματώ το παρελθόν γράφοντας το παρόν –
καθώς γράφω σελήνη, αφήνω το πινέλο

να ελιχθεί ξεκουραστεί μια στιγμή προτού το πάρω

και ζωγραφίσω ένα φεγγάρι αγκίστρι – αχ, όλα βρίσκονται
μέσα σ’ αυτό το αγκίστρι – εκεί, αιωρούμαι: κανένα λάθος
δεν θα μείνει, ακόμη κι η μεταμέλεια είναι ευχάριστη – το χέρι μου
τρέμει· μα βρίσκω τα κενά τους τόπους ανάπαυσης,
κόβω τους τένοντες ενός βοδιού, ακόμη κι όταν ο ήλιος

η σελήνη είναι στη χάση – τα κόκαλα πέφτουν, το πινέλο μου είναι αιχμηρό,
αιχμηρότερο από ατσάλι – και μολονότι οι άνθρωποι μουρμουρίζουν
για τα ιδεογράμματα που εξατμίζονται, γελώ, συνοφρυώνομαι
κινούμαι νευρικά, το αφήνω – ζωγραφίζω το λευκό, όχι το μαύρο –

Μετάφραση και εισαγωγικό σχόλιο:
Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα