Το όνειρο, η κατ’ εξοχήν γέφυρα συγκινήσεων

Η δημοτική ποίηση είναι στα θεμέλιά της μια απεικονιστική ποίηση, αυτό είναι ταυτόχρονα το σημείο αφετηρίας και η βάση για κάθε προσπάθεια προσέγγισης και κατανόησής της. Η κοινωνικο-ιστορική πραγματικότητα εκτίθεται στ’ αυτιά του ακροατή και πλέον σήμερα στα μάτια του αναγνώστη ως έχει, χωρίς δεύτερες σκέψεις και υπόγειες έννοιες, αφού τα συναισθήματα και η θέση του δημοτικού ποιητή είναι εκτεθειμένα από τον πρώτο στίχο και μέχρι τον τελευταίο έξω στο φως.

Και ενώ θέματα απτά όπως η ιστορική διάσταση των δημοτικών τραγουδιών, έννοιες όπως η ελευθερία και η ανεξαρτησία, και συμπεριφορές όπως η ηρωοποίηση συγκεκριμένων προσώπων παρέχουν την δυνατότητα μιας ευθείας προσέγγισης, σε ό,τι αφορά το φαντασιακό και το αξιακό σύστημα, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Οι μύχιες σκέψεις ενός λαού, οι αγωνίες του, τα πιο βαθιά θέλω του, δεν σκιαγραφούνται πάντα σε κείμενα ηρώων, μαχών και ακριτικών συμβάντων. Άφησα απ’ έξω τα μοιρολόγια, και όχι τυχαία. Θα επανέλθω.

Ποια θέση κατέχει το όνειρο στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι; Πότε παρουσιάζεται και ποια είναι η δυναμική του; Ποιος ονειρεύεται και πότε; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που υποβόσκουν από τη στιγμή που θέλει κανείς να επικεντρωθεί όχι πια στην κοινωνική πλευρά της δημοτικής ποίησης, αλλά στο ατομικό περίγραμμα του ανθρώπου. Το όνειρο λοιπόν στα δημοτικά τραγούδια είναι δύο πράγματα: αυτό που βιώνει ο άνθρωπος ενώ κοιμάται, με ό,τι μηνύματα και ερμηνείες επιδέχεται, και αυτός ο κόσμος στον οποίο χάνεται, όντας ξύπνιος. Η ειδοποιός διαφορά δεν έγκειται τόσο στο προφανές δίπολο ύπνου-ξύπνιου, όσο στο εξής παράδοξο: όσα όνειρα εκτυλίσσονται με τον άνθρωπο να κοιμάται οριοθετούνται από το συναίσθημα του φόβου, της αίσθησης του ανίσχυρου και της σχεδόν υπαρξιακής αγωνίας για την επιβίωση, ενώ τα όνειρα που γεννιούνται ενσυνείδητα και ξεπροβάλλουν πίσω από τα λόγια διαπνέονται από ελπίδα.

Το λεγόμενο «κακό προαίσθημα» είναι ένα είδος «σωματοποίησης» του φόβου, της ανασφάλειας και της αναπόφευκτης ανθρώπινης ευθραυστότητας που κατακλύζει τον άνθρωπο ενώ κοιμάται για να τον τρομάξει, επιτρέποντας κίνηση και δράση στις άυλες σκέψεις που τον στοιχειώνουν όσο έχει τα μάτια του ανοιχτά. Όταν τα κλείσει, καταλαμβάνουν τον χώρο και τον ακινητοποιούν στη θέση του θύματος μπροστά σε συνθήκες που τον ξεπερνούν, κάτι που ο δημοτικός ποιητής ουδέποτε θα επέτρεπε στους ήρωες στο ξύπνιο τους. Ο αδάμαστος ύπνος της νύχτας όμως άλλα φέρνει.

Τα όνειρα που γίνονται στον ξύπνιο είναι βασισμένα σε μια ριζικά διαφορετική συνθήκη. Εδώ ο ήρωας, ανεξαρτήτως φύλου, έχει τον πλήρη έλεγχο αυτής της ιδιότυπης παράλληλης πραγματικότητας, κατευθύνει σκέψεις και προβάλλει στο μέλλον πράξεις που θα επιφέρουν τις αλλαγές και τις ανατροπές που έχει ανάγκη. Η λέξη-κλειδί θα μπορούσε να είναι το θάρρος. Η ελπίδα που καταλύει τα εμπόδια τουλάχιστον νοητά και δίνει στα μελλούμενα έναν αέρα «πιθανότητας» είναι παρούσα στις περισσότερες κατηγορίες τραγουδιών (για ακόμα μια φορά τα μοιρολόγια ακολουθούν τον δικό τους ιδιάζοντα δρόμο στο νεοελληνικό φαντασιακό): στα κλέφτικα υπάρχει η ελπίδα για ελευθερία, στα ακριτικά για ανδραγαθήματα και ίσως και για υστεροφημία, στα τραγούδια της ξενιτιάς για ξαναντάμωμα.

Τα όνειρα του ύπνου είναι βίαια ενώ του ξύπνιου απελευθερώνουν, στα πρώτα η έκφραση της μύχιας επιθυμίας είναι αυτό που ακινητοποιεί τον άνθρωπο στο σημείο όπου βρίσκεται, ενώ στα δεύτερα οριοθετεί το σύμπαν του από την αρχή, κι αν όχι το πραγματικό, σίγουρα το ιδεατό, και βάζει το πρώτο λιθάρι για να μεταπηδήσει από το μυαλό στα χέρια και να γίνει πράξη. Το όνειρο στα δημοτικά τραγούδια δεν αφορά υλικά αγαθά, ποτέ. Αφορά αξίες και βαθιές εσωτερικές ανάγκες κατά πρώτο λόγο της κοινωνικής ομάδας και σε δεύτερο χρόνο του ατόμου (κάτι που συναντάμε για παράδειγμα στα τραγούδια της ξενιτιάς).

Τα μοιρολόγια, ιδιάζουσα περίπτωση και κατά τη γνώμη μου επιτομή της έκφρασης της καθαρής δημοτικής σκέψης, οξύνουν τα πράγματα και τα φέρνουν στα άκρα. Το όνειρο εκεί είναι συνειδητό. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν πρόκειται ακριβώς για όνειρο με την συνήθη έννοια του όρου, αλλά περισσότερο για ευσεβή πόθο: η επανασύνδεση με το χαμένο πρόσωπο, η επανένωση με το χαμένο κομμάτι του εαυτού και της κοινωνικής ομάδας που απομακρύνθηκε και ακυρώθηκε λόγω του θανάτου. Δεν πρόκειται για ευσεβή πόθο όμως, αλλά για αυτό που λέμε «όνειρο στον ξύπνιο», προσδοκία, δίκαιο αίτημα. Η μοιρολογίστρα εξηγεί και περιγράφει το εύρος της απώλειας, την αδικία, τον πόνο και την απόλυτη δυστυχία που χτυπάει τόσο τους εναπομείναντες όσο και τον πεθαμένο στον Κάτω κόσμο, και ζητάει επανένωση, έστω και προσωρινή. Εκεί ακριβώς τοποθετείται η έννοια του ονείρου: να ήταν τρόπος η μάνα να ξαναδεί το παιδί της, η γυναίκα τον άντρα της, να του πει αυτό ή εκείνο, να του δώσει τα άρματά του, ένα μαντήλι ενθύμιο ή ένα μήλο, να τον φροντίσει αυτό το πρώτο βράδυ στον Κάτω κόσμο και να φύγει. Δεν θα συμβεί ποτέ, ο δημοτικός ποιητής το γνωρίζει, η αδικία εδραιώνεται. Το όνειρο, η προσδοκία όμως παραμένει και θα συνεχίσει να είναι παρούσα στο διηνεκές.

Μία από τις ιδιαιτερότητες των μοιρολογιών είναι ότι ακούγονται σε παγωμένο χρόνο: η μοιρολογίστρα επικεντρώνεται στο σημείο εκείνο της ύπαρξης του ανθρώπου ακριβώς πριν την ακύρωση που φέρνει ο θάνατος, και μιλάει γι’ αυτό, απευθύνεται στον άνθρωπο που ήταν ο νεκρός αμέσως πριν πάψει να είναι οτιδήποτε. Εξ’ ου και η έννοια του ονείρου. Το όνειρο είναι μια ευχή, μια προσδοκία, μια ύστατη και απέλπιδα προσπάθεια να αναιρεθεί ο χρόνος ώστε πράγματα και άνθρωποι να επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση. Η ανυπέρβλητη τραγικότητα της συγκίνησης εκρήγνυται την στιγμή που η μοιρολογίστρα εκφέρει τα λόγια, μόνο και μόνο για να δει την πραγματικότητα να τα αναιρεί και να τα ακυρώνει. Η στιγμή που το όνειρο της συνάντησης διαλύεται υπό τον ήχο των λέξεων, είναι η στιγμή που αρχίζει το πένθος.

Η κατάρρευση του ονείρου του είναι ίσως η δυνατότερη στιγμή της δημοτικής ποίησης. Και αν το όνειρο δεν είναι μια εξωραϊσμένη πραγματικότητα, για την ακρίβεια δεν είναι ποτέ γιατί δεν ενδιαφέρει κανέναν και γιατί η πραγματικότητα τελικά καλή είναι ως έχει, είναι σαφέστατα κοινό κτήμα και κοινός πόθος αφού αφορά παραπάνω από έναν και παραμένει επίσης αποτελεσματικό: δείχνει τον δρόμο και παράγει ελπίδα όταν οι υπόλοιπες δυνατότητες φαντάζουν μακρινές. Μέχρι τον Κάτω κόσμο μακρινές.

Αναταράξου, σταυραϊτέ, και τίναξ’ τα φτερά σου,
και τίναξ’και το χώμα σου από τα πούπουλά σου
πάρε κι’ έλα στο σπίτι σου κ’ έλα και στην αυλή σου,
για να σε ιδει η μαννούλα σου και η δόλια η γι-αδερφή σου
να κάμεις τα ξερά χλωρά, και τ’ άγρια ημερωμένα
να κάμεις τη μαννούλα σου να μπει να βγει με γέλια,
να κάμεις και τ’ αδέρφια σου να βγάλουνε τα μαύρα,
να κάμεις και τους φίλους σου για να γλεντάν στην τάβλα.[1]

(Πελοπόννησος. Παπαζαφειρόπουλος 203, 33)

Κρις Λιβανίου

[1] Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Τα μοιρολόγια, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σελ. 212.

Περισσοτερα αρθρα