Το Τραγούδι των Ινουίτ, της Λίλιας Τσούβα, μας ταξιδεύει με τα φτερά της φαντασίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης μέσα από δεκαέξι ιστορίες που έχουν τη διάρκεια ζωής ενός λουλουδιού και το χάρισμα να μένουν ανεξίτηλες στη μνήμη. Από τη μακρινή Ιαπωνία μεταφερόμαστε στο Ενσινίτας της Καλιφόρνιας, τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο και σε μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης, τη Χαϊδελβέργη, το Ντελφ, το Χάμελιν, τη Γάνδη, το Δουβλίνο, την Κοΐμπρα, το Τολέδο, τη Βενετία. Από εκεί, σαν από θαύμα, βρισκόμαστε στο νησί των Χριστουγέννων, μια μικρή ατόλη στο κέντρο του Ειρηνικού ωκεανού, το πιο ανατολικό μέρος της γης. Σειρά έχει μετά το νησί Τσιλοέ, απέναντι από τις ακτές της νότιας Χιλής, για να καταλήξουμε στο χωριό Τζερικοακοάρα, στη Βραζιλία με θέα τον Ατλαντικό και να απολαύσουμε το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου. Η παγωμένη Αλάσκα προβάλλει στην τελευταία ιστορία και κλείνει τον αφηγηματικό κύκλο. Εκεί ακούγεται το τραγούδι της φυλής των Ινουίτ, «το τραγούδι των ανθρώπων», μιας και στη γλώσσα τους Ινουίτ σημαίνει άνθρωπος· φωνές και ανάσες που κυματίζουν, αναπαράγοντας τους φυσικούς ήχους που αντηχούν στις εκτάσεις της παγωμένης τούντρας… Φανερώνει την αρμονική σχέση τους με τη φύση, τον άνεμο, το νερό, τα φυτά και τα ζώα. Ένα τραγούδι που πηγάζει κατευθείαν από την ψυχή και δίνει τον τόνο στις ιστορίες της.
Η συγγραφέας έχει έναν έρωτα για την ομορφιά της γης και της τέχνης, μια αγάπη για τις παραδόσεις και τη διαφορετικότητα των πολιτισμών, τη διαφορετικότητα των ανθρώπων. Επιθυμεί να αποτυπώσει το θαύμα που υπάρχει στη φύση αλλά και στα δημιουργήματα του ανθρώπου, το θαύμα που εν δυνάμει κατοικεί μες στην ανθρώπινη ψυχή. Οι ήρωές της θαρρείς αναδύονται από το περιβάλλον και τα τοπία, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και βρίσκονται εκεί για να ζήσουν μια κρίσιμη στιγμή, ένα γεγονός που είτε καθορίζει τη μοίρα τους είτε αλλάζει μέσα τους τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο για πάντα.
Στο Διάγγελμα, η στιγμή αυτή φτάνει για τον Κάι που ζει στο νησί των Χριστουγέννων, στο Κιριμπάτι, όταν ακούει από την τηλεόραση τον Πρόεδρο της χώρας του να δηλώνει ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής, μέσα στις προσεχείς δεκαετίες οι ατόλες τους θα βυθιστούν στη θάλασσα. Γι’ αυτό το λόγο αγόρασε 24.000 στρέμματα στα νησιά Φίτζι, για να εγκατασταθεί εκεί μελλοντικά ο λαός του με αξιοπρέπεια. Ο Κάι που λάτρευε την ατόλη του και ονειρευόταν να ζήσει εκεί για πάντα μαζί με την αγαπημένη του, βλέπει σε μια στιγμή τα όνειρά του για το μέλλον να γκρεμίζονται.
Στο διήγημα Τσιλοέ, το νησί των γλάρων, ο Εουνέχιο, ο σιωπηλός άνθρωπος, νιώθει ότι έφτασε η τελευταία του ώρα, όταν ο σεισμός που έγινε στις 11.22 π.μ. την ημέρα των Χριστουγέννων του 2016, κοντά στο νησί Τσιλοέ, τον βρίσκει στο σκάφος του, βαθιά μέσα στη θάλασσα. Τη στιγμή εκείνη, τα νερά πήραν μορφή θανάτου και είδε έναν λαβύρινθο έτοιμο να τον καταπιεί… Η συγγραφέας περιγράφει την αγωνία και το φόβο του ανθρώπου μπροστά στα ανεξέλεγκτα φαινόμενα της φύσης, όταν νιώθει ότι έφτασε το τέλος του κόσμου.
Ωστόσο, η ομορφιά των τοπίων και της ζωής στα εξωτικά αυτά μέρη κινδυνεύει κάποια στιγμή να χαθεί. Αν ξύσουμε λιγάκι την επιφάνεια, θα δούμε ότι πρόκειται για περιοχές που έχουν ήδη πληγεί από τις δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου. Τα νησιά Μάρσαλ, στην ίδια γραμμή με το Κιριμπάτι, είχαν γίνει πεδία αμερικανικών πυρηνικών δοκιμών, από το 1946 ως το 1958. Οι κάτοικοί τους μολύνθηκαν από τη ραδιενέργεια και η ευρύτερη περιοχή υπέφερε από τις συνέπειές της για πολλά χρόνια. Η περιοχή του Νότιου Ειρηνικού ωκεανού επηρεάζεται, γενικώς, περισσότερο από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και είναι πολύ πιο ευάλωτη σε ακραία καιρικά φαινόμενα, ακόμα και σε γεωλογικές καταστροφές. Οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις εσχατιές της γης είναι οι θεματοφύλακες μιας ζωής ελεύθερης, έξω από την καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Η φαντασία και το όνειρο πυροδοτούνται απλώς και μόνο από την ύπαρξή τους.
Η συγγραφέας ξεφυλλίζει τις ζοφερές πτυχές του σύγχρονου πολιτισμού και επισημαίνει τα σημάδια της φθοράς. Σιγά – σιγά η μαγεία και η ομορφιά φεύγει από τον κόσμο και η ψυχή του ανθρώπου απογυμνώνεται. Δεν είναι μόνο τα νησιά που βυθίζονται αθόρυβα, αλλά και οι παραδόσεις αιώνων που χάνονται σιωπηλά, μέσα στους ρυθμούς της σύγχρονης ζωής.
Οι μύθοι και οι παραδόσεις της Ιαπωνίας κάνουν την εμφάνισή τους, συμβολικά, στο πρόσωπο της νεαρής γκέισας Μάικο της «γυναίκας που χορεύει», στο ομώνυμο διήγημα. Γκέισα στα Ιαπωνικά σημαίνει άνθρωπος της τέχνης. Η Μάικο γνωρίζει καλά την τελετουργία του τσαγιού, όπως γνωρίζει από ποίηση και λογοτεχνία και χορεύει μαγικά. Ο ποιητικός τρόπος που βλέπει τον κόσμο κάνει την καθημερινότητά της να μοιάζει με παραμύθι. Ωστόσο, εδώ και πολλούς μήνες δεν έχει δουλειά. Οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής έχουν ρίξει το επάγγελμά της στα αζήτητα. Η επίσκεψη του ιαπωνικού δράκου, της θεότητας του πάγου το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και ενός ποιητικού τρόπου ζωής.
Η θερινή ομίχλη αναφέρεται σε ένα αληθινό έγκλημα που διαπράχθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1933, στην πόλη Μαν της Γαλλίας, το ίδιο που ενέπνευσε το Γάλλο συγγραφέα Ζαν Ζενέ να γράψει το 1945 το διάσημο θεατρικό έργο του Οι δούλες. Η Λ. Τ. δίνει τη δική της εκδοχή της ιστορίας αυτού του άγριου εγκλήματος, μεταφέροντάς την στο Ενσινίτας, πόλη στην περιοχή της Καλιφόρνιας, για να μιλήσει για τις κοινωνικές ανισότητες, την καταδυνάστευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο και τις ακραίες μορφές βίας που μπορεί να πάρει ο θυμός του καταπιεσμένου, όταν ξεσπάσει.
Στη γηραιά Ευρώπη, σε κάθε πόλη που επισκέπτονται, οι ήρωές της βιώνουν ένα είδος μεταφυσικής εμπειρίας που σχετίζεται με την ιστορία της. Μια πλατεία, ένα ιστορικό μνημείο, ένα βιβλίο, ένας διάσημος πίνακας ζωγραφικής, ένας θρύλος της περιοχής γίνονται το υλικό της έμπνευσής της. Θαρρείς και κάθε πόλη έχει αιχμαλωτίσει κάτι από την ανάμνηση ενός γεγονότος που τη σημάδεψε, κάθε έργο τέχνης κάτι από την ψυχή του δημιουργού του. Η συγγραφέας επιστρατεύει το μαγικό ρεαλισμό για να εκφράσει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τον τρόπο που βιώνει όλα όσα το βλέμμα του αντικρίζει. Η αφήγησή της παίρνει τη χροιά παραμυθιού.
Στο διήγημα «Κράιμχιλντ», στη Χαϊδελβέργη, μια μάγισσα εμφανίζεται τις νύχτες στη δωδεκάχρονη κόρη της για να την παρηγορήσει, όταν αρρωσταίνει η θετή μητέρα της. Την ξυπνάει από τον αιώνιο ύπνο της η δύναμη της αγάπης. Το πρόσωπό της θυμίζει γάτα και είναι θαμμένη στο κοιμητήριο του ναού του Αγίου Πνεύματος, στην Πλατεία της Αγοράς. Εκεί κάποτε δικάζονταν και καίγονταν οι μάγοι και οι μάγισσες από ένα Ιεροδικείο πεπεισμένο για τον ηθικό κίνδυνο που προκαλούσαν οι χιλιάδες άνθρωποι που τολμούσαν να έχουν διαφορετική ζωή και άποψη. Και όλα αυτά στο όνομα μιας θρησκείας της αγάπης.
Στην πόλη Ντελφ, το κορίτσι του πίνακα ζωντανεύει για λίγο μέσα στο δωμάτιο που βρίσκεται η μητέρα της, η Ματίλντα, στο ομώνυμο διήγημα, από το κάλεσμα της αγάπης. Η συγγραφέας δίνει εδώ μια φανταστική εκδοχή της ιστορίας του διάσημου πίνακα του Βερμέερ, «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», για τον οποίο τόσα πολλά έχουν γραφτεί. Η απαράμιλλη τέχνη του ζωγράφου, θαρρείς αιχμαλώτισε κάτι από την ψυχή του μοντέλου του στον καμβά.
Στο «Ζογκλέρ», ο Ρομανέλλο αναστατώνεται για πρώτη φορά, την ώρα που εκτελεί το πιο σπουδαίο νούμερό του με τα σπαθιά στην πλατεία, όταν εμφανίζεται μέσα στο πλήθος που τον παρακολουθεί, μια γυναίκα με ένα κόκκινο σάλι, το ίδιο που φορούσε η μητέρα του την ημέρα που έφυγε για πάντα. Πιστεύοντας πως ήταν Εκείνη, ένιωσε για μια στιγμή ευτυχισμένος. Ο άνθρωπος δίνει τα πάντα για να ζήσει έστω και μια στιγμή ευτυχίας…
Στο διήγημα «Οι Σειρήνες», ο Καρλ, καθώς κατευθύνεται προς τον καθεδρικό ναό του Αγίου Βαυού, στη Γάνδη, βιώνει ένα θραύσμα της ιστορίας σαν μεταφυσική εμπειρία. Στο δρόμο προς το ναό, οκτώ γυναίκες που μοιάζουν εξωπραγματικές, του φράζουν το δρόμο και του κάνουν από μια παράξενη ερώτηση. Όταν εκείνος απαντάει σε όλες αρνητικά, ένα σκοινί πνίγει το λαιμό του και περπατάει ξαφνικά με πόδια γυμνά, όπως οι κάτοικοι της πόλης το 1540, τότε που ο Κάρολος ο 5ος τους τιμώρησε γιατί επαναστάτησαν λόγω των δυσβάστακτων φόρων. Το δικό του σφάλμα ήταν η αδιαφορία του για τον πόνο του άλλου, για όσα συμβαίνουν στον κόσμο.
«Το όνειρο με τις τρεις πόρτες», αναφέρεται στην Τρίτη Προφητεία της Παναγίας της Φάτιμα που τηρείται ακόμα κλεισμένη στα επτασφράγιστα συρτάρια του Βατικανού. Η συγγραφέας δίνει μια λογοτεχνική εκδοχή της προφητείας: Τεράστια κύματα θα κατακλύσουν τη γη. Τα ζώα θα εξαφανιστούν. Οι μέλισσες θα χαθούν. Οι πάγοι θα λιώσουν. Τυφώνες και κυκλώνες θα καταστρέψουν τη γη. Οι άνθρωποι ανήμποροι θα τρέχουν να κρυφτούν. Οι μηχανές δεν θα τους βοηθούν. Τα ρομπότ θα απορρυθμιστούν…
Στο Τολέδο, στο διήγημα «Οι ανεμόμυλοι», η Λουίζ, συναντά τον Δον Κιχώτη, που της δηλώνει ότι έρχεται για να σώσει τον κόσμο. Πράγματι, δεν ήταν πάντα οι οραματιστές που έσωζαν τον κόσμο σε δύσκολες εποχές;
Στα «Τραπουλόχαρτα», ο Κούλαν επισκέπτεται το Τρίνιτι Κόλλετζ, στο Δουβλίνο και στέκεται μπροστά στο περίφημο Μπουκ οφ Κελλς, αριστούργημα του ένατου αιώνα, εθνικό θησαυρό της Ιρλανδίας· εικονογραφημένο χειρόγραφο με τα τέσσερα Ευαγγέλια, κέλτικους κόμπους, φιγούρες ανθρώπων, ζώων, μυθικών θηρίων. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει στο εξώφυλλο ήταν η λέξη ΑΓΑΠΗ…
Οι αναμνήσεις της αγάπης είναι οι μόνες που αξίζει να διατηρηθούν στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης. Από αυτές εμπνεύστηκαν οι καλλιτέχνες όλων των εποχών για να δημιουργήσουν κάποια από τα μεγάλα αριστουργήματα της τέχνης.
Η Λίλια Τσούβα ζωντανεύει στις σελίδες της, όχι μόνο τα φωτεινά μονοπάτια της ψυχής, αλλά και τις σκοτεινές πλευρές της, τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από τις κάθε μορφής εξουσίες σε όλες τις εποχές. Τα διηγήματά της είναι κομμάτια ενός παζλ, που όταν το ανασυνθέσεις, ρίχνει φως στον τρόπο που διαμορφώθηκε η σημερινή πραγματικότητα, με το δυτικό άνθρωπο να θέλει να επεκταθεί και να επιβάλει τον τρόπο ζωής και σκέψης του σε όλο τον πλανήτη. Όλα ερμηνεύονται από τη διαχρονική δίψα του ανθρώπου για εξουσία και πλουτισμό που έχει κάνει την δυτική κοινωνία να χάσει τον προσανατολισμό της· μια κοινωνία των επίγειων απολαύσεων που θαρρείς ξεπήδησε από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος… Το όραμά της είναι τόσο υλιστικό ώστε την έχει απομακρύνει από την πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά της. Άνθρωποι απομονωμένοι, ριγμένοι στο κυνήγι μιας επίπλαστης ευτυχίας, με έλλειμμα αγάπης, χωρίς σύνδεση με οποιαδήποτε συλλογικότητα, αδιαφορούν για όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο και κάποτε θα βιώσουν τις συνέπειές τους.
Η συγγραφέας μιλάει για όσα έχουν αξία και κινδυνεύουν να χαθούν, η ομορφιά της φύσης, η ποίηση από τη ζωή. Θυμίζει στον άνθρωπο εκείνο το κομμάτι ουρανού που κατοικεί εν δυνάμει στην ψυχή του ώστε να το αναζητήσει, να ξαναβρεί το όραμά του για τον κόσμο. Το τραγούδι των Ινουίτ, των ανθρώπων που είναι δεμένοι με τη φύση, αφήνει μια αισιόδοξη νότα. Θυμίζει ότι όλα τα πλάσματα, οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά, συνδέονται μεταξύ τους και είναι εξίσου πολύτιμα για τη ζωή και την ομορφιά της γης· είναι ένα τραγούδι για την αγάπη.
Κατερίνα Τσιτσεκλή