
Το ποίημα της Δευτέρας “Ο φάρος” της Ελισάβετ Λαμπροπούλου
Ο φάρος Ο φαροφύλακας άναψε το κεφάλι του φλεγόμενος τριγύριζε στον πύργο Κι ο αέρας μύριζε παραφίνη κι ο ουρανός ήταν μια πηχτή πετρελαιοκηλίδα μέσα
Ο φάρος Ο φαροφύλακας άναψε το κεφάλι του φλεγόμενος τριγύριζε στον πύργο Κι ο αέρας μύριζε παραφίνη κι ο ουρανός ήταν μια πηχτή πετρελαιοκηλίδα μέσα
ο πατέρας πάλι ο πατέρας είχε ένα δέντρο ο πατέρας αγαπούσε το δέντρο ο πατέρας έτρωγε μαζί με το δέντρο -με εμάς μόνο κάθε δεύτερη
Όταν στριμώχνομαι από τα δύσκολα της μέρας επιστρέφω σ’ εκείνο το ηλιόλουστο άπλωμα με τις κίτρινες μαργαρίτες και τα ταπεινά άσπρα χαμομήλια Ο ουρανός γαλάζιο
Ο χωματόδρομος Ήταν ένας μικρός κι ασήμαντος χωματόδρομος με όνειρα σπουδαία και μεγάλα: φώτα πολλά, λωρίδες και διαζώματα, ταξίδια μακρινά, αποστάσεις και ταχύτητες, εξωτικούς προορισμούς,
Γκρο Ο πατέρας σε μια θάλασσα θέρος του εξήντα πίσω του εφέ ευφρόσυνο οι λάμψεις στα νερά ποιος να ‘ταν τάχα σκέφτομαι της πλαζ ο
Fractal Ο ήλιος πάντοτε ο ίδιος γυμνός και θεσπέσιος Βγαλμένος στο επικίνδυνο σύμπαν επιμένει αμέριμνος Ούτε δύει ούτε υποστέλλει Η νύχτα μέσα του δεν έχει