“Μια φορά” του Γιώργου Δ. Γεωργούλα
MIA ΦΟΡΑ Σε ένα τραμ που χώλαινε μας στρίμωχνες Σάββατα, Κυριακές ολόκληρες να χαζεύουμε τους άλλους Με νερό και φθηνούς ψαλμούς για κολατσιό Διασχίζαμε την
MIA ΦΟΡΑ Σε ένα τραμ που χώλαινε μας στρίμωχνες Σάββατα, Κυριακές ολόκληρες να χαζεύουμε τους άλλους Με νερό και φθηνούς ψαλμούς για κολατσιό Διασχίζαμε την
ΤΙ τι σκοτεινό ποτάμι η μνήμη για να πνιγείς ή ν’ ανασάνεις ν’ απλώσεις ένα χέρι στο κενό τι μουσική πάνω στους τάφους και τι
ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΥΔΙΤΕΣ (Λόρδου Μπάιρον)* I. Νέοι κι αγέρωχοι στη θάλασσα τραβούν, Πνιγμένη η Λευτεριά τους μες στο αίμα, Κι εμείς, κι αυτοί
ΚΙ ΑΦΗΣΑ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΛΕΞΗ Άλλαζα τη σειρά των γραμμών. Άλλαζα τη σειρά των λέξεων. Άλλαζα τη σειρά των στροφών. Πρόσθετα, αφαιρούσα λέξεις, προτάσεις, ολόκληρες
ΧΡΩΜΑΤΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ Κουρνιάζει τ’ όνειρο στα παιδικά φυλλώματα. Στην πίστη την αμόλυντη πεπερασμένου χρόνου. Κόβει φωνές αγριολούλουδα, ψωμί και μέλι τις ταΐζει. Με χθεσινές ψυχές
ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Θερίζει ο άνεμος ανασαίνοντας μαύρη γη πρόσωπα τυπωμένα στα βλέμματα ξεπαγώνουν στα σκοτάδια κι ανακατεύουν μυστικά και μνήμες. Σμιλεμένοι νεκροί στρατιώτες συνωμοτούν