
«Κρέμα νυκτός» της Κούλας Αδαλόγλου
ΚΡΕΜΑ ΝΥΚΤΟΣ Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά κρέμα νυκτός κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά. Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με
ΚΡΕΜΑ ΝΥΚΤΟΣ Ερχόταν πρώτα η μυρωδιά κρέμα νυκτός κι ύστερα έμπαινε η ίδια, η μαμά. Τώρα πηγαίνω κι εγώ για ύπνο με
ΜΕΤΑΜΟΡΦΙΣΜΟΣ Ετούτη ‘δω είν’ η θάλασσα; Ο ήρεμος τούτος κόρφος ο απαθής, Σαν την καρδιά Μαγδαληνής μεταστραφείσας γαληνός – Ή μήπως τούτο
ΙΚΕΣΙΑ Σαν τις Αναστάσιμες μελωδίες έμοιαζε ο ήχος από τα τύμπανα καθώς τ’ απαλά του χέρια τελετουργικά τα χτυπούσαν. Κείνη την ώρα
Ο ΔΡΟΜΟΣ Ο ουρανός είναι ένας άλλος δρόμος με μυριάδες οδοδείκτες, που αποπροσανατολίζουν τον κάθε οδοιπόρο. Ο ουρανός είναι ένας άλλος
ΜΑΣΚΑΡΕΜΑΤΑ Έλιωσες το σαπούνι πάνω σου, αυτό το πράσινο, του λαδιού του περσινού, μήπως και εξουδετερωθεί η μυρωδιά σου. Πώς αλλιώς σε
45 ΤΕΤΡΑΓΩΝΙΚΑ Αρκούσε ο χώρος για ενδιαίτημα. Έστησε το σπιτικό όπως στην έκθεση ειδών οικίας όλα τα χρειώδη υπήρχανε εδώ να’
ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΙΣ Ατσάλινο βέλος καταυγάζει ασημένιο και βιολετί-φωτεινό, υπόκωφος ήχος, αχός ζοφερός εισβάλλει στο απάγκιο κατατρύχει τους χαμερπείς καθωσπρέπει, αιδημοσύνη σκορπά η ηχώ
Επέστρεψε. Με μια ετοιμόρροπη αποσκευή κι ένα σπασμένο τηλεσκόπιο στον ώμο. Τον περίμεναν κάτι γερασμένα παιδιά. Κάποιοι έλειπαν. Τους επισκέφθηκε στο κοιμητήριο.
ΞΕΝΥΧΤΙ Ταΐζεις το παιδάκι λίγο λίγο το ψωμάκι κι έτσι όπως προσφέρεις φωτίζεσαι και το φως καίει σιγά σιγά τις παιδικές σου
MIA ΦΟΡΑ Σε ένα τραμ που χώλαινε μας στρίμωχνες Σάββατα, Κυριακές ολόκληρες να χαζεύουμε τους άλλους Με νερό και φθηνούς ψαλμούς για
ΤΙ τι σκοτεινό ποτάμι η μνήμη για να πνιγείς ή ν’ ανασάνεις ν’ απλώσεις ένα χέρι στο κενό τι μουσική πάνω στους
ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΥΔΙΤΕΣ (Λόρδου Μπάιρον)* I. Νέοι κι αγέρωχοι στη θάλασσα τραβούν, Πνιγμένη η Λευτεριά τους μες στο αίμα, Κι