Σφηνάκια του Δεκέμβρη

ΠΡΟΛΕΤΕΡΚΑ ΤΗΣ FLEUR JAEGGY

Είναι σπάνιο να διαβάζει κανείς ένα κείμενο που δημιουργεί τόσο λίγες συνδέσεις ανάμεσα στο τρίπτυχο συγγραφέας-κείμενο-αναγνώστης.

Το Προλετέρκα είναι ένα από τα πλέον εσωστρεφή πράγματα που έχω διαβάσει τελευταία, βαθιά και αποκλειστικά προσωπικό, με τον εξωτερικό κόσμο να εμφανίζεται σαν θολό φόντο κάπου στο βάθος και σχεδόν καμία προσπάθεια της συγγραφέα να προσεγγίσει τον οποιονδήποτε. Γραφή διακεκομμένη και χτισμένη σε στιγμιότυπα, τα γεγονότα εμφανίζονται τόσο κατακερματισμένα που αδυνατούν να δώσουν το – τόσο απαραίτητο τελικά – περίγραμμα στην αφήγηση.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι η θεατρικότητα που στήνεται χάρη σ’ αυτή την εσωστρεφή γραφή, την τόσο προσωπική που τελικά δεν αφορά και κανέναν άλλον, και η ατμόσφαιρα που προκύπτει ως αποτέλεσμα: ένας εντελώς προσωπικός χώρος απρόσβλητος από το εξωτερικό μάτι. Τουλάχιστον παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποιος εκδίδει ένα κείμενο σε μια προσπάθεια να φτάσει και να αγγίξει τον Άλλο. Η Fleur Jaeggy διεκδικεί και καθιερώνει έναν παράδοξο αυθορμητισμό στη γραφή χωρίς εξηγήσεις.

Το κλειδί στην ανάγνωση είναι η ατμόσφαιρα που δημιουργείται μέσα από την σχεδόν σκηνοθετική ματιά της αφηγήτριας. Το μη-ανθρώπινο στοιχείο υπερισχύει χωρίς καμία αμφιβολία, οι ήρωες είναι στην καλύτερη περίπτωση κομπάρσοι. Η αφήγηση είναι ένα ταξίδι στην αυστηρά προσωπική μνήμη του κοριτσιού που εκθέτει αποσπασματικά ακανόνιστα κομμάτια της ιστορίας της, με τους παρόντες να είναι ανδρείκελα χωρίς μυθιστορηματική ή όποια άλλη υπόσταση. Σκέφτομαι ότι αν, αντί για ανθρώπους, η ιστορία χρησιμοποιούσε εικόνες, θα ήταν ομιχλώδεις μορφές, στερεοποιημένα υπολείμματα αναμνήσεων και σκέψεων.

Κρις Λιβανίου

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ ΣΕ ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΛΛΟΥ 

Μέγιστη εθνική φυσιογνωμία ο Βιζυηνός, μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Ελλάδα, μετέβη στη Γερμανία (με υποτροφία του ζάπλουτου Γεωργίου Ζαρίφη) όπου και εκπόνησε τη διατριβή του, καθώς και τη μελέτη του επί υφηγεσία στο Λονδίνο. Οι Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1885. Στους δύο τόμους του έργου καθίσταται έκδηλος ο ιδεαλισμός του συγγραφέα, κάτι “καθόλου παράξενο άλλωστε”, όπως σημειώνει στο επίμετρο η Κωνσταντέλλου, “αφού είχε σημαντικούς ιδεαλιστές δασκάλους”, όπως ο Λότσε, ο Βουντ, ο Τσέλερ κ.ά.

Πέρα από την επιστημονική αξία τους, τα κείμενα του Βιζυηνού περιέχουν στοιχεία από την προσωπική του ζωή αλλά και “μομφές στον παρασυρμό της ψυχής από τη ρευστότητα της ύλης, τον θάνατό της και τον ενταφιασμό της στον ενάλιο τύμβο της σωματικότητας” που μας υπενθυμίζουν, όπως σημειώνει η Κωνσταντέλλου, την ισόβια αντιπαλότητά του με τον Ροΐδη και τη θητεία του στον γερμανικό ρομαντισμό. Δυστυχώς οι μελέτες του αυτές δέχθηκαν τότε αρνητικές κριτικές από τον φιλόλογο Σταύρο Σ. Λελέκο (οπαδό του Τσίμερμαν που αντιστρατευόταν τον νεοπλατωνισμό του Τσέλερ) και τον Ηπειρώτη λόγιο Μίνωα Λάππα, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Βιζυηνό για αλαζονεία και εντυπωσιασμό, υποστηρίζοντας πως ο συγγραφέας απαξιώνει τα ελληνικά δημοσιεύματα και επαινεί τα ξένα. 

Για τον Βιζυηνό, οι παραστάσεις είναι κυρίως πνευματικά φαινόμενα και τονίζει την ουσιώδη διαφορά τους από τα φυσιολογικά φαινόμενα, δίνοντας πλήθος παραδειγμάτων. Η βαθιά αισθητική του παιδεία, που αντανακλάται στους δύο τόμους, καθρεφτίζει την προσωπική του αισθητική που αποτυπώθηκε στο κορυφαίο πεζογραφικό του έργο. Τους τόμους πλαισιώνουν η εισαγωγή και ο σχολιασμός της ακάματης Λέλας Κωνσταντέλου, η οποία επιμελήθηκε και το πρωτότυπο.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα