Συνέντευξη με τον Διονύση Μαγκλιβέρα

Χριστίνα Λιναρδάκηκ. Μαγκλιβέρα, συναντηθήκαμε τελευταία φορά στην παρουσίαση του πρόσφατου βιβλίου σας «Το τέρμα και η αρχή». Εντέλει είναι κοντά το τέρμα αυτής της εποχής και, συνακόλουθα, η απαρχή μιας νέας, καλύτερης, φωτεινότερης, όπως γράφετε στο βιβλίο σας;

Διονύσης Μαγκλιβέρας: Θεωρώ ότι τον 20ό αι. έληξε ή πρέπει να έχει λήξει η περίοδος του νεοελληνικού κράτους που άρχισε το 1821. Αυτό είναι το τέρμα. Και από τον 21ο αι. πρέπει να είναι η αρχή του να συμμετάσχουμε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Πρέπει πια να κοιτάξουμε προς τα έξω, διατηρώντας όμως την ιστορία μας και την ταυτότητά μας. Αυτό που ο Ντε Γκωλ είχε πει: «η Ευρώπη των πατρίδων». Εκεί φαίνεται ότι θα οδηγηθούμε νομοτελειακά κι εκεί πρέπει να είμαστε παρόντες οι Έλληνες, δυνατοί, με την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας. Δεν μπορεί να είμαστε με τις δομές της κοινωνίας και τις καταβολές του 1821. Τελειώσαμε μ’ αυτό. Να ανοίξουμε προς τα έξω τα μάτια μας, προς το ελπιδοφόρο ευρωπαϊκό μέλλον.

Χ.Λ.: Έχετε εκδώσει, εκτός από τα επιστημονικά, 12 ατομικά βιβλία δοκιμίων και έχετε συμμετάσχει και σε 9 συλλογικά έργα. Πέρα από το τελευταίο σας, είχα τη χαρά να διαβάσω δύο ακόμη, το «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου» και το «Ο άνθρωπος ως ενότητα». Σε όλα σας τα έργα ασχολείστε με τον άνθρωπο όχι ως μια γενική και αφηρημένη έννοια, αλλά ως πνευματικό-ηθικό και ψυχοσωματικό σύνολο που ζει και δημιουργεί σήμερα εδώ. Θέλετε να μας πείτε κάτι για τη διαδικασία συγγραφής των βιβλίων σας; Ξεκινάτε να γράφετε επειδή θέλετε οπωσδήποτε να πείτε κάτι και να προσφέρετε μια λύση ή έστω μια παραμυθία;

Δ.Μ.: Εμένα με ενδιαφέρει ο άνθρωπος όπως ζει μέσα στην κοινωνία: αυτού τα προβλήματα προσπαθώ να εξετάσω. Και όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και ο περιβάλλοντας χώρος. Π.χ. χθες το βράδυ άρχισα να γράφω ένα δοκίμιο για τον θάνατο της οδού Σταδίου, διότι είναι ο χώρος μέσα στον οποίο κινείται ο άνθρωπος. Αυτό είναι το ένα μου θέμα, το δεύτερο είναι πάλι ο άνθρωπος μέσα στην κοινωνία, αλλά αυτή τη φορά ως πολίτης. Πιστεύω ότι ο Έλληνας πολίτης δεν έχει τα δικαιώματα που του ανήκουν. Ενώ τα πάντα κατά το Σύνταγμα εξαρτώνται και πηγάζουν από τον ίδιο, στην ουσία τα πάντα γίνονται ερήμην του ιδίου. Σε σύγκριση με τους πολίτες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ο Έλληνας είναι πολύ πίσω σε θέματα της πολιτικής και της κοινωνικής παιδείας. Θεσμοί που υπήρχαν από χρόνια στο εξωτερικό, τώρα αρχίζουν να έρχονται στην Ελλάδα και δεν έχουν ακόμη ούτε καν αναγνωριστεί. Π.χ. ο θεσμός του συμβούλου του καταναλωτή. Τι κάνει; Και ποιος προσφεύγει σ’ αυτόν; Και τι δικαιώματα έχει αυτός; Και πώς εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τον καταναλωτή; Ή αυτός ο θεσμός της προστασίας των προσωπικών δεδομένων: τι, ποιον υποστηρίζει; Τον εγνωσμένο δολοφόνο που έχει ομολογήσει την πράξη του και του καλύπτουμε το πρόσωπο και δεν τον λέμε με το όνομά του αλλά τον αναφέρουμε με την ηλικία του; Αυτό είναι αστείο πράγμα. Κάτι άλλο, περισσότερο σημαντικό, πρέπει να είναι η προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Σ’ αυτούς τους δύο άξονες, βασικά στον άνθρωπο στην κοινωνία και στον πολίτη στην κοινωνία, περιστρέφονται τα περισσότερα από τα βιβλία μου. Διότι θεωρώ ότι ο Έλληνας στερείται της αντίστοιχης παιδείας κι αυτό επειδή τον έχουμε αφήσει επίτηδες χωρίς να του έχουμε εξηγήσει τα δικαιώματά του κατά τρόπο συμμετοχικό, δηλ. έχεις αυτά τα δικαιώματα, επειδή έχω κι εγώ αυτά τα δικαιώματα, επειδή έχει και ο άλλος αυτά τα δικαιώματα, δεν τα έχεις μόνον εσύ. Μεγάλη είναι η έλλειψη παιδείας στα θέματα αυτά… Πάρτε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στην εποχή τη δικιά μου έξω από κάθε υπουργείο κι από κάθε δημόσια υπηρεσία υπήρχε ένας κατά κανόνα ανορθόγραφος αιτησιογράφος, τον οποίο πλήρωνες για να σου κάνει την αίτηση. Εγώ πάλι, επειδή το επώνυμό μου είναι και λίγο δύσκολο, καθόμουν μόνος μου και έγραφα την αίτηση, αυτός μετά κολλούσε το χαρτόσημο και έπαιρνε τα χρήματα. Δεν μπορούσα να έχω χαρτόσημο να το κολλήσω μόνος μου, έπρεπε να περάσω μέσω αυτού.

Μια άλλη σύγχυση την οποία προσπαθώ να καταπολεμήσω είναι να εξηγήσω ότι το κράτος είμαστε όλοι εμείς. Αυτό δεν το έχει καταλάβει κανένας. Ο Έλληνας ζητάει από το κράτος, απαιτεί από το κράτος, χωρίς όμως να καταλαβαίνει ότι το κράτος είμαστε οι ίδιοι. Ο Έλληνας έχει κάνει αναγωγή της έννοιας του κράτους στην έννοια πολιτικό κόμμα. Επομένως, για τον Έλληνα το κράτος είναι το πολιτικό κόμμα που είναι στην εξουσία και άρα ο σκοπός μου, η προσπάθειά μου, είναι να είμαι ενταγμένος σε ένα πολιτικό κόμμα για να μπορέσω να σταθώ. Έχω γράψει ένα δοκίμιο σε παλιότερο βιβλίο μου «Το δράμα του ανένταχτου ανθρώπου». Δεν έχει να κάνει πού είσαι ενταγμένος. Βάλε μια ταμπέλα, έστω «αναρχικός». Σε σέβονται. Μην τυχόν κυκλοφορήσεις χωρίς ταμπέλα, όμως! Αυτό είναι το δυστύχημα. Βέβαια, το καλό είναι να είναι η ταμπέλα ενός κόμματος εξουσίας, εννοείται.

Επίσης θέλω να ασχολούμαι και με μικρά πράγματα της καθημερινής ζωής, τα οποία μας επηρεάζουν χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Ένα κείμενό μου έχει τον τίτλο «Το σπασμένο παράθυρο». Σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο π.χ. που είναι κλειστό, από τη στιγμή που θα σπάσει ένα παράθυρο, αρχίζει η κατάρρευση. Όχι η κατάρρευση τεχνικά, αλλά θα αρχίσουν να μπαίνουν μέσα ποντίκια, κατσαρίδες, η βροχή, ό,τι μπορεί να το καταστρέψει. Η έννοια του «σπασμένου παράθυρου» επίσης είναι ότι σε κάθε ρωγμή που υπάρχει στην ανθρώπινη κοινωνία, αν δεν την καλύψουμε, αν δεν την αντικαταστήσουμε με κάτι άλλο, η ρωγμή γίνεται πληγή. Όντας πάντοτε σ’ αυτόν τον χώρο της πόλης, κάθομαι και σκέφτομαι μικρά πράγματα που μας κάνουν τη ζωή καλύτερη, χωρίς να μας ζητάνε τίποτα και δεν τα προσέχουμε. Για παράδειγμα, έχω γράψει για κάτι μικρά λουλουδάκια που φυτρώνουν μόνα τους στα πεζοδρόμια. Είναι μια παρουσία επαναστατική της φύσης που σου λέει: «εδώ είμαι, να με προσέξεις, να με σεβαστείς κι εμένα».

Η όλη μου προσπάθεια είναι, αν μου επιτρέπεται, να εκπαιδεύσω τον Έλληνα. Πονάω δηλαδή για την αδύναμη θέση του Έλληνα. Γράφω στο τελευταίο βιβλίο μου «Το τέρμα και η αρχή» πως όταν πήγα νέος να σπουδάσω στην Ελβετία, ο Έλληνας ήταν κάτι το σημαντικό, κάτι το ιερό, ήταν τιμή για τους Ευρωπαίους να είναι στην παρέα ένας Έλληνας. Γράφω επίσης για έναν ηλικιωμένο Ελβετό, καθηγητή της φιλολογίας, που όταν με συνέστησαν μου πήρε το χέρι μου και μου το κρατούσε με συγκίνηση επί ώρα. Αυτός μάλιστα είχε γράψει κι ένα βιβλίο “La Grèce éternelle”. Πώς καταντήσαμε την Ελλάδα; Δεν μιλάω για την οικονομική κρίση κ.λπ. Πώς αφήσαμε τον πολιτισμό στη μπάντα κι επειδή οι ίδιοι δεν ξέραμε πολιτιστικά τι αντιπροσωπεύουμε, περάσαμε στον πολιτισμό του Ζορμπά, του mousaka και του συρτάκι και αυτόν μεταδώσαμε, καταποντίζοντας τον πραγματικό ελληνικό πολιτισμό; Μόνοι μας καταστρέψαμε την εικόνα και την ουσία αυτού του τόπου.

Χ.Λ.: Πιστεύετε ότι υπάρχει έλλειμμα δοκιμιακού λόγου, κ. Μαγκλιβέρα; Θα έπρεπε στις μέρες μας να είναι περισσότερος και καλύτερος;

Δ.Μ.: Διαβάζω από ένα άρθρο που έχω γράψει: «Για κανένα άλλο είδος της λογοτεχνικής πεζογραφίας δεν έχουν γίνει προκύψει τόσες συζητήσεις ως προς τη φύση και το περιεχόμενο, όπως συμβαίνει με το δοκίμιο. Αυτό γίνεται γιατί το περιεχόμενο του δοκιμίου είναι ευρύτατο, αφού μπορεί να περιλαμβάνει θέματα κοινωνικοοικονομικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, αισθητικά, πολιτιστικά, φιλολογικά, κριτικά κατά τρόπο που να απευθύνεται στους κοινούς αναγνώστες αλλά και να ενδιαφέρει ειδικευμένες κατηγορίες αναγνωστών». Είναι δύσκολο το δοκίμιο, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Αλλά εδώ έχει επικρατήσει, όπως σε πολλά άλλα θέματα, σύγχυση: μπλέκουν το δοκίμιο με το χρονογράφημα και την επιφυλλίδα. Η επιφυλλίδα έχει περιεχόμενο φιλολογικό, κριτικό, είναι μια μαρτυρία, το χρονογράφημα υπηρετεί την επικαιρότητα. Το δοκίμιο παίρνει ένα θέμα, το εξετάζει χωρίς να το εξαντλεί, το συζητά. Δεν είναι πραγματεία όπου έχω μια άποψη και θέλω επιστημονικά να την προβάλλω. Το δοκίμιο συζητά. Αν δεν μπορέσει να συζητήσει, να προκαλέσει αντιδράσεις, να προκαλέσει αντιθέσεις, δεν πετυχαίνει. Το δοκίμιο θέλει διάλογο για να μπορέσει να πλησιάσει τον αναγνώστη. Γι’ αυτό ο δοκιμιογράφος δίνει έναυσμα σε κάποιες ιδέες, τις οποίες ο αναγνώστης εξετάζει, συμφωνεί, διαφωνεί, προσθέτει, αφαιρεί. Το δοκίμιο είναι δύσκολο (έχει δικιά του γραφή, προσιτή προς τον αναγνώστη).

Χ.Λ.: Επομένως, θα θέλατε καλύτερα δοκίμια.

Δ.Μ.: Ναι, καλύτερα – πραγματικά, όμως – δοκίμια. Να συμπληρώσω σε ό,τι είπα πριν μια ρήση του Μπεργκσόν: «Η αξία ενός κειμένου δεν βρίσκεται στις γνώσεις που περιέχει αλλά σε ό,τι κινεί τον αναγνώστη να σκεφτεί».

Χ.Λ.Είστε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του PEN (Poets, Playwrights, Editors, Essayists, Novelists). Ποιο είναι το έργο του στην Ελλάδα και, κατ’ επέκταση, το δικό σας;

Δ.Μ.: Το PEN Ελλάδος δεν είναι ανεπτυγμένο. Από παλιά δεν ήταν σε χέρια αντιπροσωπευτικά και τα τελευταία χρόνια δεν διαθέτει οικονομικά μέσα. Έχουμε 3-4 χρόνια να στείλουμε τη συνδρομή μας και πιστεύω ότι θα μας διαγράψουν, παρότι στο PEN παίζονται και εθνικά θέματα. Σε μια τελευταία γενική συνέλευση του ΡΕΝ ετέθη π.χ. από την Τουρκία εντελώς απρόβλεπτα, χωρίς να είναι στην ημερήσια διάταξη, θέμα ονομασίας των Σκοπίων: να γίνει δεκτό το ΡΕΝ Σκοπίων ως ΡΕΝ Μακεδονίας. Και ευτυχώς που ήταν ο Έλληνας εκπρόσωπος εκεί και το απέτρεψε. Από τότε όμως δεν έχουμε ξαναπάει σε γενική συνέλευση, ελλείψει χρημάτων. Το ΡΕΝ, κατά το Καταστατικό του, δεν μπορεί να έχει παραπάνω από 70 μέλη στην Ελλάδα. Δεν νομίζω όμως να ενδιαφέρονται και πολλοί. Είναι σχεδόν σε ανυπαρξία. Ήταν και λίγο ελιτίστικο, πάντως το ΡΕΝ της Ελλάδος δεν έχει τη δραστηριότητα που έχει σε άλλες χώρες ανά τον κόσμο. Μία δραστηριότητά του που διατηρείται είναι ότι δίνεται ένα βραβείο δοκιμίου κάθε χρόνο. Φέτος η απονομή θα γίνει στις 11 Δεκεμβρίου. Και πρέπει να πω ότι, αν δεν είχαμε βρει δωρεάν αίθουσα, στην Ένωση Δημοσιογράφων Ιδιοκτητών Περιοδικού Τύπου, στη Βασ. Σοφίας 25, δεν θα μπορούσε να γίνει η απονομή. Προσπαθούμε πάντως να το κρατήσουμε στην επιφάνεια.

Χ.Λ.: Διατελέσατε επίσης αντιπρόεδρος στο ΕΚΕΒΙ. Παραιτηθήκατε μάλιστα τον περασμένο Μάιο, έγραψαν οι εφημερίδες. Θέλετε να μας διηγηθείτε αυτή την ιστορία;

Δ.Μ.: Όχι, δεν έχω παραιτηθεί. Να σας πω την ιστορία. Μία από τις δραστηριότητες του ΕΚΕΒΙ είναι το πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας. Είναι ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ που, μεταξύ των άλλων, προβλέπει αγορά παιδικών βιβλίων και αποστολή σε σχολικές βιβλιοθήκες. Με το παλιό Δ.Σ. έγινε η κατά τον νόμο επιτροπή αγοράς βιβλίων, αλλά τα μέλη της επιτροπής αγόρασαν βιβλία δικά τους ή της γυναίκας τους. Αυτό το βρήκε ως αφορμή ο τότε υπουργός Πολιτισμού για να βγει και να πει «διαλύω το ΕΚΕΒΙ». Εγώ ήμουν γενικός γραμματέας στο ΕΚΕΒΙ από το 2004 και μέχρι το 2009.

Στις 12 Νοεμβρίου 2012, έναν χρόνο πίσω δηλαδή, ο υπουργός απέλυσε το τότε συμβούλιο και τη διευθύντρια και άφησε τους υπαλλήλους απλήρωτους και το ΕΚΕΒΙ χωρίς διοίκηση. Διόρισε διοίκηση μετά τέσσερις μήνες, τον Φεβρουάριο του 2013. Σ’ αυτή τη διοίκηση είμαι ο αντιπρόεδρος – εκτελώ και καθήκοντα Συντονιστή – Διευθυντή, άνευ μισθού φυσικά, εθελοντικά. Αναλαμβάνοντας βρήκαμε υπαλλήλους απλήρωτους επί τέσσερις μήνες, ένα κέντρο διαλυμένο αφού δεν υπήρχε διοίκηση και έχοντας μπροστά μας να κάνουμε τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τομ Μάιο του 2013. Το πρώτο που κάναμε ήταν να βρούμε να πληρώσουμε τους υπαλλήλους που ήταν μήνες απλήρωτοι και πέσαμε με τα μούτρα να ετοιμάσουμε την Έκθεση Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας σε κάθε βήμα να μην πατήσουμε τις νάρκες που μας έβαζε το επιτελείο του τότε υπουργού. Τέλος πάντων, με πολύ κόπο, κυρίως ψυχολογικό, οι 31 υπάλληλοι του ΕΚΕΒΙ (τόσοι είναι) δούλεψαν με την καρδιά τους και βγάλαμε την Έκθεση Θεσσαλονίκης κατά τρόπο άριστο, όπως γράφτηκε. Μετά την Έκθεση Θεσσαλονίκης, και ως απόρροιά της, είχαμε χρήματα μέχρι το τέλος Ιουνίου και πληρώναμε τους υπαλλήλους.

Αυτή την ώρα έχουμε πάλι υπαλλήλους απλήρωτους, έλλειψη χρημάτων για τα βασικά λειτουργικά έξοδα, ενώ πρέπει εντατικά να αρχίσει η προεργασία για την 11η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης (Μάιος 2014) και το Πρόγραμμα Φιλαναγνωσίας στα σχολεία έστω από το β΄ εξάμηνο του 2014.

Χ.Λ.: Επομένως δεν έχετε παραιτηθεί από το ΕΚΕΒΙ.

Δ.Μ.: Όχι. Όπως σας περιέγραψα την κατάσταση, πρόκειται για ένα ιδιότυπο καθεστώς! Το ΕΚΕΒΙ είναι ένα πτώμα, έγραψε ένα πολύ ωραίο άρθρο η Κρημνιώτη στην «Αυγή», ένα πτώμα. Οι διαβεβαιώσεις πάντως από το γραφείο του υπουργού είναι συνεχείς: «ο υπουργός θέλει να συνεχίσει το ΕΚΕΒΙ κ.λπ». Η μία πρόταση η δικιά μου είναι να κάνουμε μία press conference όπου να θέσουμε τα θέματα. Η δεύτερη πρότασή μου είναι να κλειδώσουμε το κτίριο και να πάμε να παραδώσουμε τα κλειδιά στο υπουργείο. Υπ’όψιν ότι, σύμφωνα με τον νόμο, το ΕΚΕΒΙ δεν μπορεί να διαλυθεί παρά μόνον εάν το Διοικητικό του Συμβούλιο διαπιστώσει ότι το Κέντρο δεν μπορεί να εκπληρώσει τον ρόλο του. Βεβαίως, μπορεί να διαλυθεί με άλλον νόμο που να τροποποιεί τον συγκεκριμένο ή να το βάλουν στις ΔΕΚΟ που πρόκειται να διαλύσουνε.

Χ.Λ.: Έχετε πολλές διακρίσεις, αναφέρω ενδεικτικά το χρυσό μετάλλιο της πόλης των Αθηνών και τρεις βραβεύσεις από την Ακαδημία Αθηνών για την πνευματική σας προσφορά και τον δοκιμιακό σας λόγο, αντίστοιχα. Πιστεύετε στα βραβεία;Δ.Μ.: Πιστεύω στον δραστικό περιορισμό των βραβείων. Όσο λιγότερα βραβεία, τόσο περισσότερη σημασία αποκτούν. Αυτή τη στιγμή στον λογοτεχνικό τομέα η Ελλάδα έχει πάρα πολλά βραβεία. Εκτός από τα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών και τα κρατικά, έχει βραβεία από περιοδικά, από συλλόγους, από ομίλους, έχει βραβεία από συνοικίες… Πιστεύω λοιπόν στον περιορισμό των βραβείων και στην άνοδο του επιπέδου τους.

Χ.Λ.: Είστε στη φετινή επιτροπή κρίσης των κρατικών βραβείων λογοτεχνίας. Πώς βλέπετε αυτόν σας τον ρόλο;

Δ.Μ.: Από δύο συνεδριάσεις μέχρι τώρα της Επιτροπής (ολομέλεια), γιατί ο καθένας μας προετοιμάζεται μόνος του, νομίζω ότι μπορεί να γίνει καλή δουλειά, αν δεν επικρατήσουν οι γνωστές, πίσω από κάθε βραβείο, ομάδες και φιλίες.

Χ.Λ.: Πώς γίνεται η επιλογή των προς κρίση βιβλίων;

Δ.Μ.:Υπάρχει ο κατάλογος των βιβλίων που έχουν κατατεθεί την αντίστοιχη χρονιά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, όταν της καταθέτουν ένα βιβλίο, κάνει από μόνη της διαχωρισμό σε είδη: μυθιστόρημα, δοκίμιο, ποίηση, κ.λπ. Πολλές φορές σε θέματα συναφή, όπως είναι το δοκίμιο και η μαρτυρία που είπαμε πριν, κάνει λάθη, βέβαια… Τα μέλη της Επιτροπής έχουν χωριστεί, καθένας έχει αναλάβει έναν τομέα, είπαμε, ποίηση, διήγημα, δοκίμιο,… Από τον κατάλογο της Εθνικής Βιβλιοθήκης κάθε μέλος επιλέγει τα βιβλία που, κατά την κρίση του, πρέπει να διαβάσει, κάνει μια μικρή εισήγηση στην Επιτροπή και γίνεται η long list που είναι, ανάλογα, 20-30 βιβλία και από κει γίνεται συζήτηση για να καταρτιστεί η short list για τον κάθε τομέα όπου ψηφίζουν όλα τα μέλη της Επιτροπής γι’ αυτήν, με κύριο τον κατά θέμα εισηγητή.

Χ.Λ.: Επομένως, υπάρχουν περιθώρια για να λειτουργήσουν κλίκες, φιλίες και, φυσικά, προσωπικές προτιμήσεις…

Δ.Μ.: Βεβαίως, βεβαίως. Προσωπικά, ας πούμε, σε όλες τις Επιτροπές βραβείων στις οποίες έτυχε να έχω συμμετάσχει – όχι σ’ αυτήν εδώ, γιατί αυτή μόλις ξεκίνησε – έχω μιαν αδυναμία στους δημιουργούς της περιφέρειας. Υπάρχει π.χ. ο Γιάννης Ανδρικόπουλος στο Αίγιο, που γράφει απ’ όταν ήμουνα μικρό παιδί. Δεν κρίνω την ποίησή του, αλλά έχει γράψει 50 βιβλία. Δώσ’ του το χέρι, πες του μια καλημέρα, αναγνώρισέ τον. Αν ήταν στην Αθήνα θα είχε αναγνωριστεί, επειδή είναι στην περιφέρεια δεν του δίνουμε σημασία. Το έλεγα σαν παράπονο και στην αείμνηστη Γαλάτεια Σαράντη, τη φίλη ακαδημαϊκό. Μια και για μιλάμε για την Ακαδημία: υπάρχουν τα βραβεία που δίνει η Ακαδημία και είναι τιμητικά. Υπάρχουν και τα βιβλία των κληροδοτημάτων, για τα οποία έχει αφήσει κληροδότημα κάποιος κύριος δείνα, κύριος τάδε, ένας άλλος που έχει θεσπίσει βραβείο επ’ ονόματι «Λάμπρος Πορφύρας»… Αυτά τα δίνει η Ακαδημία με χρηματικό έπαθλο, χωρίς όμως να έχουν την αίγλη των βραβείων της Ακαδημίας, τα οποία δεν έχουν χρήματα. Και βεβαίως εδώ γίνεται σύγχυση. Διότι αυτός που πήρε το βραβείο τάδε Ματράγκα, λέει ότι πήρε βραβείο της Ακαδημίας.

Χ.Λ.Μια ερώτηση για να κλείσουμε. Τι γνώμη έχετε για τη λογοτεχνική παραγωγή σήμερα;

Δ.Μ.: Όταν παλαιότερα υπήρχαν τα λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία ήταν λιγότερο ή περισσότερο έγκυρα, το όνειρο κάποιου που έμπαινε στον λογοτεχνικό στίβο ήταν να μπορέσει να δημοσιεύσει σε κάποιο από τα περιοδικά το διήγημά του, κάποιο ποίημά του, κάποια νουβέλα κ.λπ. Μετά πήγαινε στον εκδότη να αξιοποιήσει αυτή του την εργασία, δείχνοντάς του ότι είχε αναγνωριστεί μέσω των λογοτεχνικών περιοδικών και κυρίως αν ήτανε η «Νέα Εστία». Σήμερα που ο καθένας διαθέτει 1.000 και 1.500 ευρώ μπορεί να πάει να εκδώσει ένα βιβλίο – διότι όλοι σχεδόν οι εκδοτικοί οίκοι βγάζουν πια βιβλία επί πληρωμή – γι’ αυτό έχουμε και τη σημερινή μεγάλη «άνθηση» της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αποκορύφωμα της οποίας είναι 600 ποιητικές συλλογές το 2012! Κάποτε έπαιρνες τα χειρόγραφά σου και πήγαινες και έλεγες: «να, έχει δημοσιευθεί αυτό κι εκείνο και τ’ άλλο». Τώρα απλά πας, πληρώνεις και πιστεύεις ότι έτσι καθιερώνεσαι!

Περισσοτερα αρθρα