Χ.Λ.: Αγαπητή κα Παππά, χαίρομαι πολύ που σας ξανασυναντώ μετά από δέκα περίπου χρόνια. Είναι τιμή για το στίγμαΛόγου που μας δίνετε αυτή τη συνέντευξη.
Λένα Παππά: Πράγματι πριν από δέκα χρόνια θυμάμαι πως είχατε δημοσιεύσει ένα πολύ κατατοπιστικό και κολακευτικό αφιέρωμα για το έργο μου στο περιοδικό ΕΡΕΙΣΜΑ. Το να παίρνεις συνέντευξη από έναν λογοτέχνη που δεν είναι στην επικαιρότητα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν πήρε πρόσφατα κάποιο βραβείο, δεν δημοσιεύει πια σε λογοτεχνικά περιοδικά –άλλωστε τα καλύτερα έχουν πλέον κλείσει– και απλώς συνεχίζει να εκδίδει τα βιβλία του, είναι κάτι πολύ τιμητικό γι’ αυτόν και συνάμα μια θαυμαστή εγκαρδίωση. Θέλω, λοιπόν, να σας εκφράσω τη συγκίνησή μου για τη χειρονομία σας αυτή που με τιμά ιδιαίτερα – γιατί κάθε ποιητής επιθυμεί ακριβώς αυτό: το έργο του να βρει ευήκοον ους και να μην ξεχαστεί…
Χ.Λ.: Είστε μια πολυγραφότατη ποιήτρια και συγγραφέας που παραμένει, μετά από πολλά χρόνια δημιουργίας, μάχιμη στις επάλξεις. Κοιτάζοντας πίσω, πώς θα περιγράφατε την πορεία σας;
Λ.Π.: Η πορεία μου στη λογοτεχνία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου που αξιώθηκε να κάνει εκείνο που διάλεξε στη ζωή του και δικαιώθηκε από την απήχηση που είχαν σε ορισμένους ανθρώπους τα βιβλία του. Δεν έχω να πω κάτι συγκλονιστικό – ήταν όπως των περισσότερων λογοτεχνών, μια πορεία με αρκετά σκαμπανεβάσματα, αλλά σταθερά ανοδική (κατά τη γνώμη των κριτικών) κι εγώ, μη όντας παράλογα απαιτητική ούτε από τον εαυτό μου ούτε από τους άλλους, τώρα, κοιτάζοντας προς τα πίσω, μπορώ να πω πως νιώθω την ικανοποίηση πως δεν παρεξέκκλινα, δεν φυγομάχησα βλέποντας τις δυσκολίες, αλλά συνέχισα να κυνηγώ το όνειρό μου – και ευχαριστώ το Θεό που μου το επέτρεψε.
Χ.Λ.: Τι ετοιμάζετε αυτή την εποχή;
Λ.Π.: Αυτή την εποχή είναι υπό έκδοσιν τρία ακόμα βιβλία και αργότερα ίσως άλλα δύο ή, αν όλα πάνε καλά, άλλα τρία, δηλ. ένα βιβλίο με σκόρπιες σκέψεις (ΤΑ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΑ) που είναι επί του πιεστηρίου, μια ποιητική συλλογή από ολιγόστιχα ποιήματα τύπου χάι-κάι, μια συλλογή διηγημάτων, ένα βιβλίο με ποιήματα για παιδιά και ίσως ακόμη δύο μυθιστορήματα, καθώς και μια συλλογή από δοκίμια που έχουν παλιότερα δημοσιευθεί στο περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ.
Χ.Λ.: Ορίζετε τον εαυτό σας πρωτίστως ως ποιήτρια ή πιστεύετε ότι οι χαρακτηρισμοί αυτού του είδους είναι περιοριστικοί;
Λ.Π.: Μια παλιά παροιμία λέει «ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς». Κι εγώ, παρόλο που έχω γράψει και διηγήματα, δοκίμια, μυθιστορήματα και μερικά θεατρικά μονόπρακτα, θεωρώ τον εαυτό μου κατά κύριο λόγο ποιήτρια. Ξεκίνησα από την ποίηση και δεν σταμάτησα ποτέ να γράφω ποιήματα. Παράληλα δοκίμασα και τις δυνάμεις μου στον πεζό λόγο για πρώτη φορά με το διήγημα (βλ. βιβλία μου ΒΙΟΡΥΘΜΟΙ, ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ 4ης ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ, ΜΕ ΘΕΑ ΣΤΟ ΑΘΕΑΤΟ) και το μυθιστόρημα ΧΩΡΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ. Οι δυσκολίες που έχει ο πεζός λόγος ήταν μια πρόκληση για μένα, να δω αν θα τα καταφέρω. Γιατί ένας ποιητής μπορεί να γράψει και πεζό, ενώ ένας πεζογράφος, όσο καλός κι αν είναι, δεν μπορεί να γράψει ποίηση, επειδή ο ποιητής δε γίνεται, γεννιέται.
Χ.Λ.: Έχει ρόλο να παίξει ο ποιητής σήμερα στην Ελλάδα; Και αν ναι, τον παίζει καλά αυτό το ρόλο; Θέλω να πω, υπάρχει ένα αίτημα προς τους ανθρώπους του πνεύματος στην Ελλάδα σήμερα, σε σχέση με τη στάση, τη δράση και την πειθώ τους για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Πώς μπορεί ένας ποιητής να ανταποκριθεί σ’ αυτό το αίτημα;
Λ.Π.: Οι ποιητές ανέκαθεν έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στην πατρίδα τους –ιδίως δε στην Ελλάδα. Ποιον να πρωτοθυμηθούμε από τους αρχαίους (Όμηρο, Σαπφώ, κλπ.) μέχρι τον Σολωμό και τον Ελύτη. Η αλήθεια είναι πως η εποχή μας γενικά είναι εντελώς αντιποιητική. Είναι μια εποχή μόνωσης και ασφυξίας, αλλοτρίωσης και μαζοποίησης –δυναστευμένη από τον καταναλωτισμό, την ευκολία και την ευτέλεια. Η χειρονομία, λοιπόν, που κάνει ο ποιητής στους συνανθρώπους του μοιάζει παράλογη, σχεδόν κωμική. Η φωνή του μες στον ορυμαγδό των γεγονότων ηχεί σε ώτα μη ακουόντων. Ο Χαίντερλιν αναρωτιέται: «Κι ο ποιητής, τι χρειάζεται στον αιώνα των μηχανών ο ποιητής;» κι ο Νίκος Καρούζος λέει: «Ο ποιητής, κύριοι, περισσεύει». Όμως, εκεί είναι το λάθος.Σ’ αυτή την εποχή, τη γεμάτη αποκαρδίωση και φόβο, η ποίηση είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να διατηρήσουμε την ευαισθησία και την ανθρωπιά μας, τις ρίζες και την αλήθεια μας. Ο σκοπός της ποίησης και ο ρόλος του ποιητή είναι να παρηγορεί, να εξυψώνει, να δίνει ένα πρότυπο ομορφιάς, να εξευγενίζει, να λυτρώνει. Ο ποιητής είναι η μαχόμενη συνείδηση της εποχής του. Ο ρόλος του είναι να μας βοηθήσει να ξαναβρούμε το ήθος και τα οράματα που έχουμε χάσει. Ο ποιητής είναι ένα πολύ ευαίσθητο ον, που αισθάνεται πολύ πιο έντονα τους κραδασμούς και τα μηνύματα της εποχής του. Αν λείψει η ποίηση, θα ομοιωθούμε των αγαλμάτων και των μηχανών, των ηλεκτρονικών εγκεφάλων που όλα μπορούν να τα κατορθώσουν, εκτός από το να μπορούν να νιώσουν συναισθήματα.
Σήμερα, παντού υπάρχει μια πνευματική σύγχιση, ένας ξεπεσμός, αδυναμία επικοινωνίας, απαισιοδοξία. Στην κοινωνία ευδοκιμούν ο λογοκλέφτης, ο επί χρήμασι, ο κλεπταποδόχος, ο δολοφόνος ψυχών, ο δολιοφθορέας, τέτοια επαγγέλματα. Σχεδόν όλα είναι φτηνιάρικα, κούφια, νοθευμένα κι οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, σέρνονται μέσα σε ψεύτικες ευδαιμονίες, που τους καταστρέφουν (ναρκωτικά, αλκοολισμός). Σήμερα, λοιπόν, προπαντός, η πατρίδα μας έχει ανάγκη από ένα ή μάλλον πολλά εμπνευσμένα πνεύματα, που θα τη σηκώσουν ψηλά από το χώμα που έχει πέσει, καθοδηγώντας την και εγκαρδιώνοντάς την.
Χ.Λ.: Πέρα όμως από τη χώρα, και η σύγχρονη ποίηση αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, εκφραστικά και νοηματικά: φαίνεται εγκλωβισμένη σε αβασάνιστα λεκτικά σχήματα και εγωκεντρικές εικόνες χωρίς ουσία. Υποφέρει, πιστεύετε, από τις εύκολες λύσεις και την τυποποίηση, όπως μου είχατε υποδείξει στη συνέντευξη που σας είχα πάρει παλαιότερα;
Λ.Π.: Η σύγχρονη ποίηση είναι ερμητική, ηθελημένα δύσκολη, γεμάτη φόβο και μοναξιά, δηλ. ένας καθρέφτης της εποχής μας. Κι εκείνο κυρίως που τη σακατεύει, είναι η απελευθέρωση από τους μετρικούς κανόνες: αυτή η ασυδοσία του ελεύθερου στίχου που αποθρασύνει πολλούς να αυτοχρίζονται ποιητές – γράφοντας ό,τι τους κατέβει χωρίς συνέπειες (ενώ π.χ. διώκεται κάποιος για παραποίηση επαγγέλματος, δεν διώκεται για παραποίηση λειτουργήματος, αφού η ποίηση είναι ένα από τα υψηλότερα λειτουργήματα). Κι έτσι γεμίζει η αγορά από ποετάστρους της πεντάρας, που διασύρουν την ποίηση, με αποτέλεσμα η ποίηση να μην διαβάζεται και να μην πουλιέται. Και ο κίνδυνος είναι μεγάλος: η αδιαφορία και η τυποποίηση, όπως έχω ξαναπεί, ενεδρεύουν και αυτές κανένας συνειδητός άνθρωπος δεν μπορεί να τις αποδεχτεί.
Ένα λογοτεχνικό κείμενο, αφού απευθύνεται σε όλους και όχι σε μια ελίτ, πρέπει να είναι προσιτό στον καθένα. Τα περίπλοκα σχήματα, τα σκοτεινά και λαβυρινθώδη νοήματα, ο στόμφος, οι μεγάλες κραυγές, η εκζήτηση απωθούν τον αναγνώστη. Τα ωραία εξώφυλλα και οι εντυπωσιακοί τίτλοι δεν αρκούν. Η ποίηση προσφέρει μια μαγεία, μια ανάταση. Ο ποιητής γίνεται η φωνή εκείνων που δεν μπορούν λογοτεχνικά να εκφραστούν. Σήμερα, όλοι γράφουν. Φανερά ή κρυφά. Παρατηρείται, λοιπόν, μια υπερπαραγωγή ποιημάτων, ένας ποιητικός οργασμός, ας μου επιτραπεί να πω. Τα ράφια των βιβλιοπωλείων κατακλύζονται από χιλιάδες βιβλία που είναι, τα περισσότερα, για τα σκουπίδια.
Αυτά όλα δεν είναι τυχαία. Ο σημερινός άνθρωπος, τσακισμένος από τα λογής προβλήματα και το άγχος γυρεύει έναν τρόπο διαφυγής και η ποίηση του φαίνεται εύκολος τρόπος έκφρασης. Η ζωγραφική θέλει χρώματα που στοιχίζουν, η γλυπτική ακριβά υλικά, να πληρώσεις γκαλερί για να εκθέσεις τα έργα σου, η μουσική θέλει σπουδές στο Ωδείο, πιάνο για να μελετάς, ενώ η ποίηση θέλει μόνο ένα χαρτί κι ένα μολύβι. Όμως, δεν είναι βέβαια διόλου έτσι γιατί, όπως είπαμε, ο ποιητής δε γίνεται, γεννιέται.