Λόγω της δουλειάς, αλλά και εξαιτίας του ανήσυχου χαρακτήρα του, ο Γιώργος Σεφέρης ταξίδευε συχνά και πέρασε πολλές γιορτές στις μεγάλες πολιτείες του κόσμου, καθώς αυτός ο τρόπος ζωής τον βοηθούσε να ξεφεύγει από την πιεστική πραγματικότητα. Το 1931 δουλεύει στη πρεσβεία του Λονδίνου και νοικιάζει ένα σπίτι στο οποίο συγκατοικεί με μια ηλικιωμένη γυναίκα και την κόρη της. Στις 31 Δεκέμβρη σημειώνει στο ημερολόγιο του:
11.30’ η κόρη της σπιτονοικοκυράς μου κάνει το μπάνιο της ∙ ίσως να νόμισε καλύτερο (και δεν την αδικώ) να περάσει σαν πλεούμενο στον καινούριο χρόνο.
Το 1939 βρίσκεται στην Αθήνα και το ξημέρωμα της πρωτοχρονιάς ανεβαίνει στην Ακρόπολη μαζί με τη γυναίκα του για να ζήσουν το χάραμα του καινούριου χρόνου:
Βγήκα μαζί με τη Μαρώ κατά τις 6. Ακόμα το μυστήριο της νύχτας. Ίσως πρώτη φορά έτσι. Κάτι το στοιχειωμένο. Ασυνήθιστο σκοτάδι τόσο βαθύ. Ίσως γιατί όλα τα φώτα ήτανε σβησμένα. Μια σούστα κατέβαινε το δρόμο μ’ έναν ξερό κρότο ξύλου. Το φαναράκι της έριχνε τους ίσκιους πολύ μακριά στην οδό Κυδαθηναίων, «φαντασμαγορικά». Δρόμοι τέλεια άδειοι, πρωτάκουστα τριξίματα κάπου–κάπου. «Οι θόρυβοι του ξύπνου», είπε η Μαρώ. Ανεβήκαμε στην Ακρόπολη μ’ ένα ταξί∙ ο σοφέρ κάπνιζε αδιάκοπα. Μπροστά στις σκάλες των Προπυλαίων ο αγέρας, εξαιρετικά φρέσκος: κρύος, ζωογόνος αληθινά και καθαρτήριος. Συννεφιά που άρχιζε κιόλας να παίρνει χρώμα ένα χρώμα μαύρου μελανιού που το νερό διαλύει. Τα χτίρια του λόφου χωρίς βάρος∙ λίγο ψεύτικα. Βαρύς ο όγκος του Λυκαβηττού, κάπως άχαρος, στην ανατολή. Ο βράχος του Αρείου Πάγου κουλουριασμένος με τον εαυτό του πολύ σιωπηλός (όλα ήταν σιωπηλά, αλλά τούτος με μια σιωπή προς κάτι). Το μελάνι πάρα πολύ αργά έχανε το χρώμα του μέσα στο νερό. Το συγκινητικό ήταν αυτή η μετάβαση, το χάραγμα. Απαλλαγμένη από κάθε χρώμα, κάθε πρόκληση, απόλυτα γυμνή∙ η πιο γυμνή αυγή που είδα ποτέ μου. Τόσο γυμνή, που οι καμπάνες μιας γειτονικής εκκλησιάς – ξέσπασαν ολωσδιόλου απροσδόκητα και φανταχτερά —δεν μπόρεσαν να την αλλάξουν. Ήταν καμπάνες πριν από τις εκκλησιές και πριν από τη θρησκεία: ήχοι μπρούτζινοι, πολύ χαμηλότερα και ολότελα ξεχωριστοί από το δέος που μας έδινε η αυγή εκείνη –. Συναισθήματα που αγαπώ.
Την επόμενη χρονιά θα ανέβει ξανά στην Ακρόπολη μαζί με τη Μαρώ για να αντικρίσουν το ξεκίνημα του καινούριου χρόνου σε μια Αθήνα που μοιάζει να μη νιώθει την απειλή του πολέμου, ο οποίος πρόκειται να ξεσπάσει σύντομα:
Δευτέρα, Πρωτοχρονιά
Το πρωί, προτού ξημερώσει, σαν και πέρσι, με τη Μαρώ στην Ακρόπολη. Το φεγγάρι ακριβώς μισό, πίσω από τα κουρελιασμένα σύννεφα που φεύγουν κατά το νοτιά. Δεν ξέρω αν το φως είναι του φεγγαριού ή της αυγής. Ένα άστρο πάνω από τον Άρειο Πάγο, εξαιρετικά λαμπρό. Ελάχιστα παράθυρα φωτισμένα χαμηλώνουν σιγά-σιγά, καθώς η μέρα δυναμώνει. Πρώτα λεωφορεία: φρέσκα σαν ξεκουρασμένα σώματα. Λίγοι άνθρωποι στους δρόμους, γλεντζέδες ή εργατικοί που πηγαίνουν να κοιμηθούν. Στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου ως πάνω στην Ακρόπολη, ατμόσφαιρα χωριού: κοκόρια. Κάτι βουκολικό σε τούτο το πρωινό, θά ‘λεγες ευοίωνο.
Το 1943, ακολουθώντας την εξόριστη κυβέρνηση, καθώς οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τη χώρα, ο Σεφέρης βρίσκεται στο Κάιρο, την αιγυπτιακή πόλη που έχει γίνει τόπος συγκέντρωσης των απανταχού κυνηγημένων. Εκεί περνά την πρωτοχρονιά σε κάποιο φιλικό σπίτι, αναπολώντας την πατρίδα του, τη Σμύρνη:
Χτες ζητήσαμε προστασία από τους Λαχωβάρη. Άνθρωποι απόλυτα καλοί. Δειπνήσαμε μαζί και κόψαμε την πίτα. Θυμήθηκα παλιές πρωτοχρονιές στη Σμύρνη. Βγήκαμε κατά τη μία. Μεθυσμένοι, μεθυσμένοι παντού… Ο Λαχωβάρης μου χάρισε κι ένα ευαγγέλιο σε χαριτωμένη έκδοση. Το γύρευα από τις μέρες του Τράνσβαλ. Το δώρο του μου έδωσε χαρά.
Το 1944 ο Σεφέρης έχει επιστρέψει στην Αθήνα όπου ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος. Στην πρωτεύουσα, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι κομμένο ενώ στα στενά μαίνονται οι μάχες και παντού υπάρχουν σκοτωμένοι:
Κυριακή, παραμονή Χριστουγέννων
Κλείνει η τρίτη εβδομάδα του πολέμου. Η Πλάκα οπωσδήποτε ήσυχη. Αλλά τριγύρω, ατέλειωτα, ο θόρυβος της μάχης. Οι δρόμοι γεμάτοι πρόσφυγες. Διηγούνται φρικιαστικές σκηνές, ομήρους, εκτελέσεις.
Το καλύτερο σήμερα: από την κάμαρά μου άκουσα θαμπά και απόμακρα φωνές παιδιών – τα κάλαντα.
Το 1948 ο Γιώργος Σεφέρης θα βρεθεί στη μέση του οροπεδίου της Ανατολίας, υπηρετώντας στην ελληνική πρεσβεία της τουρκικής πρωτεύουσας. Η ερημιά του τοπίου αποτυπώνεται στις καταγραφές του για το κλείσιμο ενός ακόμα χρόνου:
Δευτέρα, Δεκέμβρης
Τελειώνει ο χρόνος. Οι πρεσβείες της Άγκυρας πάντα ακίνητες, αγκυροβολημένες μόνιμα στη χιονισμένη στέπα σαν καράβια-σημαδούρες∙ κάποτε, κάθε δυο ή τρεις εβδομάδες έρχεται ένας ταχυδρόμος και τους φέρνει τις ζωοτροφίες των νέων για το επόμενο διάστημα∙ ύστερα απόλυτη σιωπή.
Στην δεκαετία του ’50, ο Σεφέρης συνεχίζει τα ταξίδια του. Το 1952 ταξιδεύει προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για να καταλήξει στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, τη Βυρητό, όπου εργάζεται το επόμενο διάστημα. Θα περάσει τις γιορτές των Χριστουγέννων πάνω στο καράβι:
Χριστούγεννα στο Α/π «Αιολία»
Νόμιζα πως το καράβι ήταν ελληνικό, είναι παναμέζικο. Όλο το πλήρωμα ελληνικό∙ στην πρώτη θέση η μουσική έπαιζε χτες ρεμπέτικα και τα κάλαντα∙ σήμερα το πρωί άρχισε με τα Τρία παιδιά βολιώτικα ∙ αλλά στις βάρκες και στα σωσίβια διαβάζεις: S/S AEOLIA – PANAMA .
Το 1959 θα βρεθεί ξανά στο αγαπημένο του Λονδίνο – ως πρέσβης πλέον – και θα μείνει εκεί μέχρι το 1962. Θα ζήσει τα χαρακτηριστικά αγγλικά Χριστούγεννα:
Πέμπτη, 24 Δεκέμβρη 1959
Ήρθαμε Henley. Στο δρόμο χριστουγεννιάτικα δέντρα, έξω από τα καταστήματα και εργοστάσια, φωτισμένα – στου Osbert Lancaster κατά τις 7.30 μ. μ., έπειτα Kara… στο living room το χριστουγεννιάτικο δέντρο όπου στοιβάζουνται τα πολύχρωμα πακέτα, δώρα των Χριστουγέννων.
Παρασκευή 25 Δεκέμβρη 1959
Πρωί έξω μια στιγμή στο περιβόλι – τα θερμοκήπια χωρίς θέρμανση∙ σε μια γωνιά ευφορβία από τους Δελφούς πολλά δυναμωμένη∙ περιστεριώνας με αχερένια στέγη, τα περιστέρια έχουν αποσπάσει τ’ άχερα — πρέπει να ξαναγίνει∙ στις ορθογώνιες δεξαμενές το νερό έχει παγώσει – το σπάζει ο Ο. μ’ ένα ραβδί . Έρχεται για μεσημεριανό η αδερφή Karen ανύπαντρη – φίλη της Mary Hatchinson (μάνας Barbara) και μια φίλη της κοντοπίθαρη (γλύπτρια). Pudding αναμμένο.
Έπειτα ξετύλιγμα δώρων, θαλασσοταραχή από πολύχρωμα χαρτιά, σκίζουνται γλήγορα, επιφωνήματα κι έπειτα γαλήνη∙ χωνεύεται ο γάλος και το pudding. Βράδυ στη γωνιά του τζακιού.
Πέμπτη, 31 Δεκέμβρη
Φουρτουνιασμένη κατοικία λόγω πρωτοχρονιάτικου δείπνου στους υπαλλήλους. Μαρώ κουρασμένη από αϋπνίες. Αυτοκίνητο χτυπημένο από παραμονή Χριστουγέννων, άλλος μπελάς. Το χειρότερο είναι που εργάζομαι πια χωρίς πίστη. Κατάσταση πολιτικών πραγμάτων γύρω μου καίε κάθε ενθουσιασμό. Ίσως να γυρεύω (να γύρευα) πολλά: ά δεν ήμουν έτσι, θα μ’ είχαν κιόλας αφομοιώσει, χωνέψει. Έρχουνται τελευταίες Xmas cards, όπως τα τελευταία φύλλα ενός δέντρου, αφού σωριάστηκαν τα πολλά πρώτα. Σήμερα μια του Νίκου Παντελίδη που έχει την καταπληκτική ικανότητα να μαζεύει ευχετήρια προ 50ετίας. Μ’ ένα μαραμένο κορδελάκι άσπρο κι ένα υπερωκεάνιο, παλιό σκαρί.
Γεύμα στους συναδέλφους. Εδώ 33 πρόσωπα.
Πάει κι αυτός ο χρόνος – δύσκολος.
Τρίτη, 27 Δεκέμβρη 1960
Τη νύχτα ξύπνησα κατά τις 5, με μια τάση ανακεφαλαίωσης της ζωής μας στο Λονδίνο και τα λοιπά – από το ΄41 που παντρεύτηκα πόσο παλέψαμε ως εδώ.
Τα Χριστούγεννα του 1961 και την πρωτοχρονιά του 1962, o ποιητής θα τα περάσει στο προάστιο του Henley αναρρώνοντας από χειρουργική επέμβαση:
Τρίτη, 26 Δεκέμβρη 1961. Henley, Boxing Day
Πρωί, βλέπω από το παράθυρο το περβόλι του O. Lancaster γρασίδι παγωμένο. Τα δυο μεγάλα δένδρα ∙ το ένα σαν κυπαρίσσι… το άλλο σαν μεγάλο έλατο… Και η ανάρρωση; – αυτή η άλλη αρρώστια: πυρετός και κρεβατωμένος ανήμερα Χριστούγεννα. Πολύ κρύο.
Δευτέρα 1 Γενάρη 1962, 8.30′ (Λονδίνο)
Ξύπνημα περί τις 6 – λουτρό στις 7. Όλες οι στέγες χιονισμένες. Καλός ουρανός με σύννεφα και γαλάζιο.
To 1968, διάσημος πια μετά την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, μεταβαίνει στις ΗΠΑ όπου τον έχουν καλέσει τα πανεπιστήμια του Πρίνστον και του Χάρβαρντ. Στον φιλόξενο χώρο αυτών των εξαιρετικών ιδρυμάτων των ανατολικών πολιτειών της Αμερικής, ελεύθερος από τη λογοκρισία της δικτατορίας και καθώς εκείνες τις μέρες πραγματοποιείται η πρώτη επίσκεψη του ανθρώπου στο φεγγάρι, ο Σεφέρης θα περάσει κάποιες από τα πιο ήσυχες γιορτές της ζωής του:
Κυριακή 29 Δεκέμβρη. Πρωί
Χτες πρωί: ο τελευταίος σκίουρος πάνω στο χιόνι. Τελείωσε η εδώ περιοδεία∙ ήρθαμε σ’ αυτό το σπίτι του Princeton, N.J. (11 Hardin Road) τη νύχτα της 26 προς 27 Σεπ. Το καλύτερο τρίμηνο του χρόνου∙ αυτό και ο μήνας στου Βιντσέντζου στη Ρώμη. Διαπιστώνω τώρα ανάγκη να ταξιδεύω στο εξωτερικό αφού δεν μπορώ πια να μιλώ στον τόπο μου. Τελευταία μου προηγούμενη ομιλία στο Κάστρο, στην Κρήτη, αρχές Απρίλη ’67. Εδώ, έξι ομιλίες. Ήταν κάπως σαν τους αστροναύτες που βλέπουν για πρώτη φορά το άγνωστο πλευρό της σελήνης… Χτες η μέρα πήγε σε αποσκευές, επισκέψεις και tracassin, όπως έλεγε ο Seyring. Το απόγευμα φωτοτυπημένη συνέχεια της συνέντευξης με τον Keeley. Ήρθε και το βιβλίο ποιημάτων του Ευγένιου φρέσκο- φρέσκο∙ έσπευσε να το στείλει. Ας είναι καλά. Τα καλύτερα Χριστουγεννιάτικα δώρα που είχα: αυτό και το πρώτο αντίτυπο της έκδοσης των 3 Κρυφών Ποιημάτων στο Harvard.