Η δημοτική ποίηση αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα πρόσφορο έδαφος για να παρατηρήσει κανείς την παλέτα των συναισθηματικών εναλλαγών και μεταλλάξεων που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια μιας κοινωνικής ομάδας σχετικά σταθερής σε γεωπολιτικό και ιστορικό επίπεδο. Τα δημοτικά τραγούδια αποδίδουν μια ακριβή εικόνα του αξιολογικού συστήματος ενός λαού, των ιστορικών εμπειριών του, καθώς και των ποικίλλων προκλήσεων που θα κληθεί να αντιμετωπίσει στο βάθος των αιώνων. Παράλληλα όμως, ακριβώς επειδή πρόκειται για ένα λογοτεχνικό είδος με σαφή ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, οι σύγχρονοι μελετητές βρίσκονται μπροστά σε μια λεπτομερή έκθεση συναισθημάτων και στενών συγκινησιακών αλληλουχιών που δίνει στη δημοτική ποίηση αυτή την τόσο αναγνωρίσιμη διάσταση του προσωπικού γίγνεσθαι.
Σε εποχές αμφίβολες και περιόδους ισχυρών αλλαγών σε όλα τα επίπεδα, αυτό που χαρακτηρίζει την καθημερινή ζωή αλλά και τους μύθους, τη συλλογική διάσταση μιας εκ φύσεως εύθραυστης κοινωνίας αλλά την ακόμα πιο εύθραυστη ατομικότητα, είναι το συναίσθημα του φόβου. Φόβος που μπορεί να είναι καθόλα ρεαλιστικός, όπως για παράδειγμα οι επιθέσεις πειρατών, η πείνα και οι διάφορες στερήσεις, ή ακόμα και οι ασθένειες απέναντι στις οποίες οι άνθρωποι των αποκομμένων και δυσπρόσιτων αγροτικών περιοχών αισθάνονταν ανήμποροι, αλλά και υπαρξιακός, να αφορά δηλαδή τον θάνατο και τη λήθη, την ξενιτιά. Πώς ο φόβος σκιαγραφείται στη δημοτική ποίηση και ποιά θέση έχει στους μύθους αλλά και στη βιοθεωρία του ανθρώπου, σε ποιές περιπτώσεις μετουσιώνεται σε αγωνία και πότε απλώς διαφαίνεται στο μυθοπλαστικό φόντο, απογυμνωμένος από τη δύναμη και την επιρροή του, αυτά είναι ερωτήματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις της λαϊκής μας ποίησης.
Ο άνθρωπος των δημοτικών τραγουδιών σβήνει το εγώ προς όφελος του εμείς: το πρώτο ενικό πρόσωπο στην ουσία είναι το πρώτο πληθυντικό, και ως τέτοιο θα πρέπει να εξετάζεται. Ως εκ τούτου λοιπόν ούτε και ο φόβος του είναι ατομικός, όσο και αν αφορά στο σαρκίο του: είναι κοινό κτήμα του κοινωνικού συνόλου, αποτελεί αν όχι κοινή εμπειρία, τουλάχιστον κοινή παραδοχή και συναισθηματική περιουσία. Εκεί ακριβώς εστιάζεται και η πρώτη άμυνα: ο άνθρωπος δεν είναι μόνος απέναντι στον φόβο, αλλά μέσω της περιγραφής πραγματοποιείται η πρώτη προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η αιτία του. Ο λαϊκός ποιητής περιγράφει με λεπτομέρειες εντάσσοντας μ’αυτόν τον τρόπο στην καθημερινότητα το γεγονός που πυροδότησε το αίσθημα της αγωνίας, και έτσι αυτό αποσαφηνίζεται, σχεδόν… εξημερώνεται. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του ισχυρότατου δεσμού ανάμεσα στον Λόγο και το ακροατήριο.
Το συναίσθημα του φόβου τροφοδοτείται κατά κύριο λόγο από την έκθεση του ανθρώπου στο άγνωστο, σε συνθήκες που δεν είναι σε θέση να ελέγξει ή έστω να προβλέψει. Τί συμβαίνει για παράδειγμα στον φόβο του θανάτου ή της εγκατάλειψης όταν το άγνωστο γίνεται μέσω της φωνής του δημοτικού ποιητή αναγνωρίσιμο, μέχρι και οικείο…; Ο φόβος αποκτά πρόσωπο, έστω και αποκρουστικό, και η αγωνία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανασυγκρότηση. Για όσο ο φόβος παραμένει ατομικό συναίσθημα, χωρίς την ενεργή εμπλοκή του συνόλου, κινδυνεύει να μετατραπεί σε πανικό. Στη δημοτική ποίηση, που βρίθει παρόλα αυτά από ισχυρά και ενίοτε ισοπεδωτικά συναισθήματα, ο πανικός είναι μια σχεδόν εκκωφαντική απουσία: όπως και τα υπόλοιπα συναισθήματα ικανά να επιφέρουν τριγμούς στον κοινωνικό ιστό, ο φόβος πάντοτε διοχετεύεται κάπου.
Σ’όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’όλον τον κόσμο γήλιος
και στη δική μας την αυλή πέφτει τ’αστροπελέκι.
Μα είτε στ’αμπέλι βάρεσε μα είτε και στο χωράφι
και πήγε και τη βάρεσε τη μάνα στο κεφάλι. [1]
Μέσα από τον δημοτικό λόγο ο φόβος μεταβολίζεται και μετουσιώνεται σε τέχνη. Παύει να είναι το ακατέργαστο συναίσθημα που υπήρξε αρχικά και γίνεται κάτι καινούριο που επιτρέπει τελικά στον άνθρωπο να εξετάσει την πηγή του από μια νέα οπτική: το συγκινησιακό του τοπίο είναι πλέον άλλο. Το δημοτικό τραγούδι παρέχει αυτό το τόσο απαραίτητο περίγραμμα που δίνει τελικά την δυνατότητα να οριοθετηθεί ο φόβος, και να ξεκινήσει αυτόματα η αποδοχή και η αντιμετώπισή του με την όποια επιτυχία που αυτό επιφέρει.
Ίσως η πιο εμπεριστατωμένη έκφραση του φόβου στη δημοτική ποίηση και πιο συγκεκριμένα στα μοιρολόγια, είναι η υπαρξιακή αγωνία της λησμονιάς. Η θεμελιώδης ιδιεταιρότητα αυτής της κατάστασης έγκειται στο γεγονός ότι λειτουργεί αμφίδρομα, αφορά δηλαδή εξίσου τον νεκρό και αυτούς που μένουν πίσω. Από την μια πλευρά έχουμε κείμενα που εκφράζουν τον φόβο αυτού που φεύγει ότι δεν θα τον θυμάται κανείς πιά, ότι όλα θα συνεχίζονται χωρίς αλλαγές και χωρίς η απουσία του να παίζει κάποιο ρόλο στην ζωή των υπολοίπων, και από την άλλη βλέπουμε την αγωνία των στενών συγγενών με έμφαση στη μάνα, ότι τώρα πλέον το αγαπημένο πρόσωπο θα πάει στον τόπο της Λησμονιάς, εκεί που οι τόσο ισχυροί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας καταλύονται και χάνονται στην λήθη.
Τ’ακούς, τ’ακούς μανούλα μου, τι θα σου παραγγείλω;
Πύργο φτιάσε στη θάλασσα στον τάφο μου περβόλι,
και βάλε μέσα δεντρικά και κόκκινα λελούδια,
κι όσοι διαβάτες κι αν περνάν να τα συχνορωτάνε.
– Το τίνος είναι τα δεντρά, τα κόκκινα λελούδια;
– Του Κώστα είναι τα δεντρά, του Κώστα τα λελούδια. [2]
Ο τρόμος λοιπόν, βαθιά ριζωμένος στο λαϊκό φαντασιακό, έγκειται στο γεγόνος της απώλειας της μνήμης, της προσωπικής αλλά και του Άλλου, στη ρήξη της οικογένειας και κατ’επέκταση του κοινωνικού συνόλου, που επιφέρει ο θάνατος και η ξενιτιά. Στα μοιρολόγια, ο δημοτικός ποιητής επιχειρεί να εγκαθιδρύσει μια ισορροπία ανάμεσα σε ό,τι ο θάνατος αφαιρεί από την κοινότητα και σε αυτό ή σε αυτούς που μένουν πίσω: το αποτέλεσμα είναι μια συχνά δραματική έκκληση για την ανατροπή της λήθης. Αυτό θα μπορούσε ίσως να αποτρέψει τον δεύτερο, τον οριστικό θάνατο, αυτόν που τελικά κυριεύει την συλλογική μνήμη.
1 Guy Saunier, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια. Τα μοιρολόγια, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σελ. 78.
2 Op. cit. σελ. 120.