Ο πατέρας στο δημοτικό τραγούδι: παρουσία, ρόλος, συμβολισμός

Η οικογένεια αποτελεί το πυρήνα της δημοτικής ποιήσης, τόσο από ανθρωπολογική σκοπιά όσο και από λογοτεχνική. Αυτό που όμως φαίνεται να είναι περισσότερο ενδιαφέρον, είναι τι ακριβώς εννοεί ο λαϊκός ποιητής όταν αναφέρεται στην οικογένεια: πρόκειται για τα μέλη της ονομαστικά και συγκεκριμένα, για την θέση της σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής δομής ή για μια άμυνα απέναντι σε αντιξοότητες και δυσκολίες μιας εποχής ιστορικά και στρατιωτικά κρίσιμης; Στις παραλογές και στα μοιρολόγια η μητέρα κατέχει σημαντικό ρόλο και η θέση της έχει αποδεδειγμένη βαρύτητα στο εσωτερικό της οικογένειας, αλλά και απέναντι στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα: στο τραγούδι Του νεκρού αδελφού αποτελεί την κινητήρια δύναμη της όλης πλοκής μέσω μιας αλληλουχίας όρκου και κατάρας, ενώ στα μοιρολόγια είναι εκείνη που εκθέτει το πένθος της στα μάτια της κοινωνίας και που παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο στο λειτουργικό κομμάτι όσο και στο στιχουργικό. Τι συμβαίνει όμως με την φιγούρα του πατέρα;

Το θεμελειώδες και απαραίτητο στήριγμα της όποιας οικογενειακής δομής, ο άντρας του σπιτιού καθορίζει την επιβίωση των υπολοίπων: τα παιδιά εξαρτώνται από αυτόν τουλάχιστον μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά, ενώ η γυναίκα του παραμένει υπό την προστασία του μέχρι τον θάνατο. Στα κλέφτικα τραγούδια ο πατέρας είναι το σύμβολο της ανδρείας και του θάρρους απέναντι στον εχθρό, ενώ ο γιός συνεχίζει το έργο του προγόνου του, διαφυλάττει και διαιωνίζει την τιμή της οικογένειας. Επίσης, η ατομική του ταυτότητα οριοθετείται από αυτή του πατέρα του, ειδικά αν ο τελευταίος ήταν επιφανές μέλος της κοινότητας, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την σύζυγό του, όταν έχει να επιδείξει κατορθώματα αντάξια των αντρικών: η Τζαβέλαινα και η Λιάκαινα είναι δύο μόνο από τα ανάλογα παραδείγματα. Όμως τα κλέφτικα τραγούδια είναι μια ειδική περίπτωση: οι ήρωες έχουν ονοματεπώνυμο και ισχυρή ιστορική ταυτότητα, οι κοινωνικές συνθήκες που οριοθετούν αυτή την κατηγορία είναι συνθήκες πολέμου και κατά συνέπεια οι άνθρωποι ηρωοποιούνται και εξατομικεύονται με διαφορετικό τρόπο από ότι συμβαίνει στις άλλες κατηγορίες τραγουδιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ο πατέρας, η αντρική φιγούρα δηλαδή, είναι η βάση της όποιας οικογενειακής δομής, ακόμα και σε αυτές που απουσιάζει: η χηρεία και η ορφάνια είναι δύο από τις περιπτώσεις όπου η απώλεια του πατέρα αλλάζει συθέμελα δομές και αλληλεξαρτήσεις. Στις περιπτώσεις όπου ο πατέρας είναι απών, και υπάρχουν αρκετές, τα πράγματα παίρνουν σταθερά περίεργη τροπή: ο Πορφύρης με την υπερφυσική δύναμη και την δυσανάλογη για την ιλικία του όρεξη είναι γιος καλόγριας (ο πατέρας δεν αναφέρεται ποτέ) ενώ ο Διγενής έχει πατέρα ξένο (και μητέρα αλλόθρησκη, κάτι που απλώς ενισχύει την δυναμική του μαγικού στοιχείου και της απολύτως ξεχωριστής μοίρας), δηλαδή διαφορετικό… σχεδόν άγνωστο. Κατά ένα μάλλον παράδοξο τρόπο, ο λαϊκός ποιητής θεωρεί την πατρική φιγούρα δεδομένη στην οικογενειακή εστία και δομή. Δεν τον αναφέρει παρά μόνο όταν συντρέχει συγκεκριμένος λόγος, συνήθως πολεμικής φύσης, απελευθέρωσης, ή οικογενειακής τιμής. Ο πατέρας είναι εκεί γιατί… δεν θα μπορούσε να μην είναι, αλλά το βάρος του τραγουδιού σπάνια τοποθετείται στις σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα μοιρολόγια, έναν τομέα κατεξοχήν γυναικείο, όπου τον πρώτο ρόλο κατέχει αδιαφιλονίκητα η γυναίκα-μάνα. Στην απώλεια του συζύγου/πατέρα των παιδιών της, εκείνη είναι που αποτελεί το πραγματικό θύμα, που βιώνει την οικονομική ανασφάλεια, την εγκατάλειψη, τον εξοστρακισμό από την υπόλοιπη κοινωνία. Ο νεκρός, δυστυχής στην νέα του κατάσταση όπως φροντίζουν να περιγράψουν τα μοιρολόγια με λεπτομέρειες, κατηγορείται για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η οικογένειά του, της οποίας είχε την αποκλειστική ευθύνη: η χήρα έχασε την κοινωνική της υπόσταση, την όποια οικονομική της ευχέρεια, τον σεβασμό της κοινότητας: και ο φταίχτης είναι ο πατέρας/σύζυγος.

Ενώ η γυναίκα δεν αποκτά πραγματική υπόσταση στο λαϊκό φαντασιακό παρά μόνο όταν αποκτήσει παιδιά, όταν μετατραπεί δηλαδή από σύζυγος σε μητέρα, ο άντρας πορεύεται με την ταυτότητά του σχεδόν αναλλοίωτη από την πατρότητα, επικεντρωμένος πότε στις γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες που εξασφαλίζουν την διαβίωση όλων, και πότε στα πολεμικά ανδραγαθήματα: είναι, θα λέγαμε σήμερα με μια ισχυρή δόση αναχρονισμού, ένας πατέρας απών. Αυτό λοιπόν που ενδιαφέρει τον δημοτικό ποιητή αναφορικά με την πατρική φιγούρα είναι ο εξής συσχετισμός: αφενός η σταθερότητα και η ασφάλεια της κοινωνικής δομής που εγγυάται η παρουσία του πατέρα σε ένα σπίτι, και αφετέρου οι περιπτώσεις εκείνες όπου ο πατέρας, είτε επειδή είναι παρών είτε επειδή αντίθετα δεν εμφανίζεται πουθενά, σηματοδοτεί μια ηρωοποίηση έξω από την πεπατημένη. Έτσι έχουμε τον Διγενή Ακρίτα, τον Αρμούρη και τον Πορφύρη των παραλογών, αλλά και τους γιούς των κλεφτών εκείνων που σκοτώθηκαν στον αγώνα αλλά που πρόλαβαν να μεταλαμπαδεύσουν στους απογόνους τους χαρακτηριστικά όπως η τόλμη, η ανδρεία και η γενναιότητα. Γνωρίζοντας το αξιακό σύστημα και τις προτεραιότητες που εκφράζονται από τον λαϊκό ποιητή, δεν είναι παράξενο ότι όλες οι αρετές του κλέφτη, η κάθε πολεμική υπερβολή του Διγενή και του Πορφύρη, αποσκοπούν και απευθύνονται στην ευημερεία και την ασφάλεια της ομάδας. Ίσως η πατρική φιγούρα να διαγράφει μια πορεία στην γκρίζα ζώνη της ασάφειας ώστε να μπορεί η μητέρα με την υπόλοιπη οικογένεια να βρίσκεται μπροστά τη σκηνή.

ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΗ

Μια καλογρά κοιλιοπονά να κάμη γιο Μπροσφύρη.

Την ταχινήν εγέννησε κι αργά τον εβαφτίσα

και τ’αποξημερώματα ζητά ψωμί να φάη

κ’ήφαε εννιά φουρνιές ψωμιά, ώστο να γείρη η μέρα

σακκί κουκκιά ‘κουκκάλισεν ώστο να ξημερώση.

Κι απήτις εξημέρωσεν, εβγήκεν και καυκάται,

εβγήκε κ’εκαυκήστηκε πως άντρες δε φοβάται,

μούδε το Γιάννη το Φουκά, μούδε το Νικηφόρο,

μούδε τον Παρατράχηλο, που τρέμει η γης κι ο κόσμος.

(…)[1]

 

Κρις Λιβανίου

 

[1] Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (εκλογή), εκδ. Ακαδημία Αθηνών, σελ.55.

Περισσοτερα αρθρα