“Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί” της Αγγελικής Πεχλιβάνη

Δεύτερη Κυριακή Μαΐου[1]

Λινή από θλίψη
σκέφτομαι τα «χρόνια πολλά»
που έγιναν χώμα.

Δεν είναι συχνό φαινόμενο μια ξεκάθαρα αυτοβιογραφική ποίηση με την «πεζογραφική» έννοια του όρου, προσωπικά την απολαμβάνω ιδιαίτερα επειδή μεταξύ άλλων η δομή βρίσκεται σε παράλληλη πορεία με το περιεχόμενο των στίχων, και η ανάγνωση κυλά απρόσκοπτα. Θα αναφέρω το μόνο μειονέκτημα που βρήκα για να το βγάλω από τη μέση (αλλά και να το αποδομήσω στη συνέχεια): Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί στερούνται πρωτοτυπίας. Θεματικά όμως, όχι στο σύνολό τους. Αλλά θα επανέλθω. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό εσωτερικών σκέψεων, την χαρτογράφηση μιας προσωπικής αλλά εν τέλει τόσο οικουμενικής πορείας, αυτή του πένθους και της απώλειας. Απώλεια που νομοτελειακά έχει συμβεί ή θα συμβεί σε όλους. Εξ’ ου και η απουσία ουσιαστικής έκπληξης: ο αναγνώστης είτε με άμεσο, είτε με έμμεσο τρόπο, τα έχει όλα προεγγεγραμμένα.

Η Αγγελική Πεχλιβάνη ξεκινάει αυτή την πορεία, την τόσο συνηθισμένη και αναπόφευκτη, με ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό: την ψυχραιμία. Τα ποιήματα αποτυπώνουν την έκπληξη μπροστά στο κενό, μπροστά σ’ αυτή την συντριπτική αλλαγή του εσωτερικού και του εξωτερικού πλαισίου που μας οριοθετεί όλους, το ξάφνιασμα τής από δω και στο εξής ερημιάς. Της τόσο συνηθισμένης. Παρόλο που στα ποιήματα ιχνογραφείται η απώλεια και των δύο γονιών, ο πατέρας βρίσκεται στο πίσω μέρος της σκέψης της, είναι μια απώλεια μετριασμένη. Ο θάνατος της μητέρας είναι εκείνος που θα φέρει την εκ βάθρων ανατροπή. Οι γάτες του τρίτου είναι στην πραγματικότητα ένας εσωτερικός μονόλογος, μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθούν στη ζωή όσοι έχουν αμείλικτα πεθάνει, αλλά και να κρατηθούν στην πρότερη ζωή και οι εναπομείναντες.

Για την ποιήτρια, πένθος είναι ο χρόνος που δεν μοιράζεσαι. Ο χρόνος που κυλάει και βρίσκει τους ανθρώπους αποχωρισμένους και μοναχικούς, παγωμένους και παγιωμένους σε μια κατάσταση στατικά μη-αναστρέψιμη και δυναμικά επώδυνη. Η απώλεια της μητέρας σηματοδοτεί την ακύρωση του σημείου αναφοράς και την ισοπεδωτική μετατόπιση του κεντρικού άξονα σκέψης και αντίληψης του περιβάλλοντος κόσμου. Η ανατροπή αφορά τόσο το ρεαλιστικό πλαίσιο της ζωής όσο και το συμβολικό: το αφηγηματικό Εγώ δεν έχει δυνατότητα διαφυγής προς κάποιο μέρος όπου θα βρισκόταν σε ισορροπία, παραμένει αντίθετα εγκλωβισμένο στην λυμφατική κατάσταση ενός ακινητοποιημένου χρόνου. Του εσωτερικού βεβαίως, γιατί ο άλλος, ο κοινός χρόνος όλων μας, συνεχίζει την πορεία του χωρίς αναταράξεις.

Η αναμέτρηση με το παρελθόν αλλά και το παρόν γίνεται χωρίς ίχνος μελοδραματισμού και χωρίς την παραμικρή βαρύγδουπη λέξη. Όλα όσα διαβάζει κανείς είναι καθημερινά: μια χαρά ισοπεδωτικά είναι κι έτσι. Και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα προτερήματα που κυριαρχούν στην συλλογή: όσα αναφέρονται και περιγράφονται είναι αδυσώπητα κατανοητά από όλους, ευθέως. Παράλληλα, το δίπολο παρουσία-απουσία στοιχειοθετείται με έναν μάλλον ανατρεπτικό τρόπο: δύο θεωρητικά αντίθετες έννοιες καταλήγουν να συγκλίνουν και τελικά ταυτίζονται. Η απουσία της μητέρας είναι εκεί, παρούσα. Το περίγραμμα της προηγούμενης παρουσίας, του ανθρώπου που μέχρι πρότινος ήταν μέρος μιας καθημερινότητας που διερράγη, έμεινε να θυμίζει την προτέρα συνθήκη χωρίς ο ίδιος να είναι παρών. Οι γάτες του Τρίτου μπορεί να διαβαστεί σαν ένα οδοιπορικό προς αυτή την αποδοχή, του να είναι κάποιος ορατά απών κάθε μέρα από τη ζωή σου.

Τι είναι αυτό που εξασφαλίζει την σύνδεση ανάμεσα στην ταυτόχρονη απουσία και παρουσία ενός προσώπου; Η τρυφερότητα. Εκεί είναι και η σχεδόν αθόρυβη ανατροπή της συλλογής, το στοιχείο εκείνο που την βγάζει από την αναμενόμενη ροή της και από προβλέψιμη και λεία, της δίνει τα εύσημα που της αξίζουν. Το μόνο που μπορεί να φέρει κοντά τους δύο παράλληλους κόσμους της μη-συνάντησης και του σταματημένου χρόνου είναι η τρυφερότητα, και η ανάμνηση της αγάπης ως συγκολλητικό υλικό ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Το ποιητικό Εγώ επιχειρεί μια επανα-ανάγνωση του κόσμου μετά την απώλεια, έναν επαναπροσδιορισμό της συνθήκης που οριοθετεί το ατομικό περίγραμμα μετά τις ανατροπές, ώστε να βρεθεί μονοπάτι και ελπίδα για την συνέχιση της δικής του, ανεξάρτητης πλέον πορείας. Η νοσταλγία και η γαλήνη συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν με τον υπαρξιακό φόβο του να χάνει κανείς έστω και στιγμιαία την ατομική του ταυτότητα, οι στίχοι οριοθετούν τη σκέψη και επαναφέρουν τα πράγματα στις ρεαλιστικές τους διαστάσεις, λιγότερο τρομακτικές από τις όποιες μεταφυσικές.

Η απώλεια της μητέρας οδηγεί την Αγγελική Πεχλιβάνη σε μια νέα πραγματικότητα ενηλικίωσης χωρίς επιστροφή και χωρίς άλλοθι. Ο θάνατος πέρα από την απώλεια του ίδιου του ατόμου σηματοδοτεί και μια συντριπτική ανατροπή στον πυρήνα της ατομικής ταυτότητας: κάποιος πήρε ένα τσεκούρι και της έκοψε τις ρίζες.

 

Παρακάτω κάποια από τα ποιήματα που μου άρεσαν περισσότερο:

Σύνδρομο πρόσκρουσης στροφικού πετάλου [2]

Πονάει πάλι ο δεξής μου ώμος.
Το στροφικό του πεταλάκι δεν είναι τυχερό.
Βέβαια πονούσε και παλιότερα,
όταν εσύ ήσουν εδώ.
Τώρα απλώς πονάει δίχως μέλλον.

1η Μαΐου [3]

Έχει κι αυτός τη διπροσωπία του. Μήνας ευώδης και ευειδής. Μήνας λουλουδιασμένος. Με τη δική του ραδινή μελαγχολία. Του λίγου και υφέρποντος. Του πρόσκαιρου μεμυρισμένου άνθους. Μα κι ο σκληρός Απρίλης έχει μια πίκρα κρουστική, σαν καμπανοκρουσία Ανάστασης ματαιωμένης. Και ο Μάρτιος την υγρασία της βροχής, τον ρέοντα νοτιά στη ραχοκοκαλιά, που νιώθεις σαν την λύτρωση, και βέβαια απατάσαι.

Οι μήνες της ανοίξεως έρχονται και διαβαίνουν, με τη δική του θλίψη ο καθείς. Μ’ αφήνουν μες στον χρόνο τον πραγματικό, νήπιο προγλωσσικό, νήπιο ερεβώδες.

Μα φυσικά. Μα φυσικά αφότου έφυγες,

μητέρα.

Γενέθλια [4]

Ξέρω πώς τώρα λιγοστεύεις. Πώς γίνεσαι ισχνή. Διάτρητη. Κάθε που βρέχει στάζεις και κάθε που φυσά πετάς, διάφανο φτερό εφήμερου εντόμου. Σύντομα -πιο σύντομα απ’ όσο ποτέ φαντάστηκες- θα είσαι μία λιγνή στιγμή. Στιγμή μεταξωτή. Σαν την κλωστή που πέρναγες απ’ τη βελόνα και καμάρωνες για τα καλά σου μάτια.

Πού είναι τώρα τα μάτια σου να δεις που μεγαλώνω μόνο με παρελθόν;

Πού είναι να πάρουν την οργισμένη θλίψη από το είδωλό μου;

Τετάρτες [5]

Έρχομαι προετοιμασμένη. Προσπαθώ να σταθώ στο σωστό σημείο, ανάμεσα στο όριο του πένθους και του πένθους. Του θρήνου και του θρήνου μου. Σου μιλώ στη γλώσσα των ζωντανών, όπως μιλούσαμε παλιά. Σου περιγράφω τα λουλούδια που σου φέρνω, τις πασχαλιές της προσεχούς μας άνοιξης. Εσύ δεν αποκρίνεσαι. Μόνον η γάτα σου η μπλε μου απαντά, ο φύλακας του άσβεστου γαλαζωπού φωτός σου. Αρχίζω να μιλώ τη γλώσσα των νεκρών. Ολισθηρή η γλώσσα των νεκρών, γλιστράω μέσα της. Κι ενώ με καταπίνει, νανουρίσματα σκίζουν τα κύτταρά μου.

 

 Κρις Λιβανίου

[1] σελ. 61.

[2] σελ. 23.

[3] σελ. 60.

[4] σελ. 71.

[5] σελ. 36.

Περισσοτερα αρθρα