Η Καίτη Βασιλάκου στους Aποκλίνοντες τραβάει τις κουρτίνες του χρόνου και πίσω τους προβάλλει η Αντιόχεια της ύστερης αρχαιότητας. Μια πόλη πλούσια και πολυπολιτισμική, γεμάτη αρχαίους ναούς και αγάλματα, πλατείες, εκκλησίες, θέατρα και ιππόδρομο, παρόμοια σε αίγλη με την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, τις άλλες σπουδαίες πόλεις της Ανατολής. Οι κάτοικοί της είναι κυρίως Σύροι και Έλληνες. Οι τελευταίοι, αν και λιγότεροι, κατέχουν τις πιο επιφανείς διοικητικές θέσεις. Υπάρχουν και πολλοί Ιουδαίοι, Ρωμαίοι στρατιώτες και ξένοι έμποροι που έρχονται από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, αλλά και έξω από αυτήν· ένα γοητευτικό συνονθύλευμα από διάφορες εθνικότητες και θρησκείες ζει εκείνα τα χρόνια στην ωραία πόλη.
Η συγγραφέας βουτάει κάτω από την επιφάνεια αυτής της χρονολογικής περιόδου για να τη ζωντανέψει και να μας μεταφέρει το σφυγμό της και τις αναζητήσεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Το δεύτερο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή άνοδο του χριστιανισμού σε όλη τη Ρωμαιοβυζαντινή αυτοκρατορία. Ωστόσο, στα χρόνια που βασίλευε ο Κωνστάντιος Β’, οι Χριστιανοί δεν ήταν πολλοί στη Συρία, περισσότεροι ήταν οι Εθνικοί που πίστευαν στους αρχαίους θεούς των Ελλήνων αλλά και σε ντόπιους θεούς, την Αταγάρτη, τον Βάαλ, την Ίσιδα και τον Μίθρα. Η Αντιόχεια ήταν η πόλη των θρησκευτικών και φιλοσοφικών αντιθέσεων, η πόλη του Εθνικού συγγραφέα και ρήτορα Λιβάνιου και του Ιωάννη του Χρυσόστομου.
Εκείνη την εποχή, οι Χριστιανοί διχάζονταν ανάμεσα σε δύο κυρίως ομάδες, τους οπαδούς του Συμβόλου της Νίκαιας και τους Αρειανούς. Αν και ο Αρειανισμός είχε καταδικαστεί το 325 μ.Χ. από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας υποστηρίχτηκε από τους μετέπειτα αυτοκράτορες, επίγονους του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Παράλληλα υπήρχε και ένα πλήθος άλλων μικρότερων χριστιανικών κοινοτήτων που ερμήνευαν με το δικό τους τρόπο το Ευαγγέλιο και λάτρευαν με το δικό τους ιδιαίτερο τρόπο τον Θεό. Ήταν μια εποχή πολυφωνίας που ενθάρρυνε την ελευθερία του λόγου και την ερευνητική σκέψη. Οι άνθρωποι ένιωθαν ελεύθεροι να λατρεύουν ο καθένας το δικό του Θεό. Σε αυτούς τους αποκλίνοντες από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά και τους ετερόδοξους, οι οποίοι εξαφανίστηκαν σταδιακά στο τέλος εκείνης της ταραγμένης και μεταβατικής περιόδου, με την αυστηρή επιβολή του Συμβόλου της Νίκαιας, από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, αφιερώνει τον τίτλο του βιβλίου της η συγγραφέας και ζωντανεύει τη ζωή τους μαζί με την ατμόσφαιρα της εποχής μέσα από τις αφηγήσεις του κεντρικού ήρωά της. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν τότε να συλλάβουν την ιδέα και την ουσία του Θεού και να ερμηνεύσουν τον Λόγο του Χριστού μέσα από τις γραφές του Ευαγγελίου.
Η συγγραφέας δίνει συμβολικά στον ήρωά της το όνομα Σωσίθεος για να εκφράσει μια εποχή που όλες οι πνευματικές αναζητήσεις και οι μεταφυσικές ανησυχίες της στρέφονται γύρω από τον Θεό και τη θρησκεία. Ο ήρωάς της γεννιέται και μεγαλώνει στο καπηλειό που διατηρεί ο πατέρας του σε μια από τις λαϊκές συνοικίες της πόλης. Η συγγραφέας στρατηγικά τον τοποθετεί εκεί, γιατί το καπηλειό συγκεντρώνει κάθε λογής κόσμο από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας και λειτουργεί σαν κέντρο ειδήσεων που μεταφέρει το σφυγμό και την ατμόσφαιρα της εποχής. Ο πατέρας του ήταν Έλληνας και η μητέρα του Σύρα και δεν ασχολούνταν πολύ μαζί του. Στη ζωή του Σωσίθεου υπήρχε και ένα άλλο πρόσωπο, ο δούλος τους Μπαραάμ, ένας Πέρσης αιχμάλωτος που αγόρασε ο πατέρας του για να τον βοηθάει στην ταβέρνα, ο οποίος αγαπούσε πραγματικά τον Σωσίθεο και του στάθηκε πιστός και αφοσιωμένος σε όλη τη ζωή του. Ο Μπααράμ ήταν Μανιχαίος και του δίδαξε τη θρησκεία του, χωρίς να επιμείνει να τον προσηλυτίσει.
Το άλλο πρόσωπο που επηρέασε καθοριστικά τη ζωή του Σωσίθεου ήταν ο Βαλεντινιανός Γνωστικός Λεύκιος, ένας επιφανής γιατρός, ο οποίος γίνεται πνευματικός του πατέρας. Ο Λεύκιος τον παίρνει στο σπίτι του σαν υπηρέτη, στα εφηβικά του χρόνια και εκεί του διδάσκει γραφή και ανάγνωση και τον μυεί στον Γνωστικισμό. Ο Σωσίθεος συμμετέχει στις συγκεντρώσεις των φίλων του, οι οποίες έχουν πάντα σαν θέμα τα ιερά τους κείμενα, αλλά ούτε ο Γνωστικισμός τον συγκινεί. Το σύστημα των Βαλεντινιανών ήταν γι’ αυτόν μια πολύπλοκη διανοητική κατασκευή που δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ψυχής του. Εκείνη την περίοδο γνωρίζει πλέον άριστα ελληνικά και γίνεται αντιγραφέας κειμένων, βγάζοντας έτσι ένα μικρό εισόδημα.
Αργότερα, όταν πεθαίνει ο πατέρας του, επιστρέφει στην ταβέρνα για να βοηθήσει τον Μπααράμ, στον οποίο δίνει την ελευθερία του. Ωστόσο, η ζωή του εκεί τον πνίγει και σύντομα πέφτει σε βαθιά μελαγχολία, ενώ η ανάγκη του να βρει το δικό του Θεό μεγαλώνει. Σκέφτεται πως ίσως τον βρει στα βιβλία, ίσως να περιμένει εκεί σιωπηλός, μέχρι να τον ανακαλύψει… Αρχίζει να μελετά τους σοφούς του κόσμου, τους Νεοπλατωνικούς, κυρίως τον Πλωτίνο. Όμως στη φιλοσοφία δεν βρίσκει αυτό που ψάχνει. Στρέφεται προς τις αρχαίες λατρείες, αλλά και από αυτές απογοητεύεται. Διαβάζει τα ιερά Ευαγγέλια διαφόρων Γνωστικών ομάδων: των Βασιλειδιανών, των Υψισταρίων, των Ναζωρινών, των Δονατιστών κ.ά. Στις Πράξεις του Ιωάννη, επιτέλους, βρίσκει μια μορφή του Ιησού που μπορεί να εμπιστευθεί· έναν Ιησού κοντά στον άνθρωπο και όχι όπως τον οραματίζονταν οι άλλοι Χριστιανοί. Αυτός ο Ιησούς τραγουδά και χορεύει. Χορεύει και γελάει μαζί με τους μαθητές του, ακόμα και τη νύχτα που πρόκειται να τον συλλάβουν οι Ρωμαίοι…
Αποφασίζει να φύγει από την Αντιόχεια και να πάει να βρει τους Ευχίτες που βρίσκονταν στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Τώρα που ο Μπααράμ έχει για βοηθό τη Σαβίνα, μια γυναίκα έξυπνη και καλή στη δουλειά, δεν τον χρειάζεται. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινούν οι περιπέτειές του για την αναζήτηση του δικού του Θεού.
Ο ήρωας της Κ. Β. εκπροσωπεί το διαχρονικό νέο άνθρωπο της κάθε εποχής που έχει ένα όραμα για τον εαυτό του και για τον κόσμο. Ο Σωσίθεος ψάχνει να βρει έναν Θεό που θα τον απαλλάξει από την υπαρξιακή του αγωνία και θα δώσει νόημα στη ζωή του. Έναν Θεό συντροφικό που θα συγχωρεί τα λάθη του και θα ξυπνάει μέσα του το ένθεο πάθος. Θέλει, επίσης, να γνωρίσει αυτόν τον Θεό, να εμφανιστεί μπροστά του και να του μιλήσει, να γίνει ο εκλεκτός του. Αναζητά και εκείνος να του δοθεί η θεία φώτιση, η θεία χάρη, όπως κάποτε δόθηκε στους Αποστόλους, για να μπορέσει και εκείνος με τη σειρά του να την αποκαλύψει στους άλλους. Ταυτίζεται με το όνομά του που παραπέμπει σε μια αποστολή.
Στους Ευχίτες ο Σωσίθεος πίστεψε πως είχε βρει το Θεό και τον έσωζε, γιατί ο Θεός σε αυτόν τον κόσμο της μοχθηρής ύλης είχε ανάγκη από σωτηρία και οι Ευχίτες ήξεραν με ποιο τρόπο να τον σώσουν… Μένει μαζί τους τρία χρόνια και νιώθει πλήρης, μέχρι που βλέπει σε όραμα τον Θεό, πάνω σε ένα τεράστιο σταυρό, να βυθίζεται αργά στη γη και να του ζητά να τον σώσει. Τότε νιώθει ότι έχει πάρει λάθος δρόμο και την ίδια μέρα φεύγει απογοητευμένος και επιστρέφει, μετά από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι, στην Αντιόχεια. Εκεί τα πράγματα έχουν αλλάξει…
Ο Μπααράμ και η Σαβίνα είναι πια ζευγάρι και έχουν δυο γιους. Ο Σωσίθεος στριμώχνεται σε ένα από τα δύο δωμάτια του σπιτιού. Η μελαγχολία του επιστρέφει και νιώθει κενός, δεν σκέφτεται πια τον Θεό. Εκείνη την περίοδο περιπλανιέται στους δρόμους της πόλης και ξαναπιάνει τη δουλειά του αντιγραφέα. Έτσι περνούν τρία νεκρά χρόνια, ώσπου το όραμα του Εσταυρωμένου Θεού που ζητούσε βοήθεια, αναδύθηκε στη μνήμη του και ένιωσε ενοχή και μετάνοια. Τότε έγιναν και οι δίκες μαγείας που διέταξε ο αυτοκράτορας Βάλης, το 370 μ.Χ. Η Αντιόχεια μεταμορφώθηκε σε ένα τεράστιο σφαγείο. Ο Σωσίθεος αναγκάστηκε, όπως και άλλοι μορφωμένοι άνθρωποι, να κάψει τη βιβλιοθήκη του, για να μην συλληφθεί. Παίρνει την απόφαση να φύγει πάλι από την Αντιόχεια για να αναζητήσει ξανά τον Θεό και να τον σώσει, όπως έσωσε Αυτός εκείνον.
Περιπλανιέται για δέκα χρόνια και μέσα από τη ζωή του μαθαίνουμε πληροφορίες για τις διάφορες κοινότητες Χριστιανών στις Ανατολικές επαρχίες. Στην Καππαδοκία ζει με τους Υψιστάριους, στην Πέργαμο με τους Νικολαΐτες, στη Μεσοποταμία με τους Αυδιανούς, στην Παλαιστίνη, πάνω από τη Νεκρά Θάλασσα βρίσκει τους Σαμψιανούς, έπειτα τους Ελκεσαΐτες, στην Περαία της Ιουδαίας τους Εβιωνίτες. Πηγαίνει στις χώρες πέρα του Ιορδάνη και ζει για λίγο καιρό με τους Νασράνους και μετά στις ερημιές της Συρίας ανάμεσα στους Θανατώντες, αλλά πουθενά δεν συνάντησε το δικό του Θεό… Θα περιπλανιόταν κι άλλο, αν δεν έβλεπε τον Θεό, σε ένα δεύτερο όραμα, να τον κατηγορεί ότι απέτυχε και ότι δεν μπόρεσε να τον σώσει.
Ο Σωσίθεος επιστρέφει απαρηγόρητος στην Αντιόχεια και εκεί μια άλλη απογοήτευση τον περιμένει. Οι καιροί έχουν δραματικά αλλάξει. Η σοδειά της χρονιάς έχει καταστραφεί, στην αγορά δεν υπάρχουν τρόφιμα και κρούσματα χολέρας έχουν εμφανιστεί στην πόλη. Ο Χριστιανισμός του Συμβόλου της Νίκαιας έχει γίνει η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, με νόμο του αυτοκράτορα Θεοδόσιου, ο οποίος κηρύσσει εκτός νόμου κάθε άλλη λατρεία, το 380 μ.Χ. Μόνο η εκκλησία είναι πλέον αρμόδια να ερευνά και να ερμηνεύει τα ιερά κείμενα και να καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους πρέπει να λατρεύεται ο Θεός. Οι Χριστιανοί τριγυρίζουν φανατισμένοι στους δρόμους καταστρέφοντας τους ναούς των Εθνικών και με τα αγάλματά τους στολίζουν στοές και πλατείες, ο Αρειανισμός και οι άλλες χριστιανικές κοινότητες διώκονται και κανείς δεν τολμά να μιλήσει.
Ο Σωσίθεος χάνει τις ψευδαισθήσεις του, δεν θα μπορούσε ποτέ να σώσει τον Θεό του, ο αγώνας του ήταν μάταιος. Τώρα κατανοεί και την αληθινή σημασία του πρώτου οράματος· ο Λόγος του Θεού του θάφτηκε από τα συμφέροντα αυτού του κόσμου, το Σύμβολο μιας θρησκείας της αγάπης μετατράπηκε σε Σύμβολο ελέγχου και εξουσίας. Συμβιβάζεται με το γεγονός ότι άλλοι πια ελέγχουν τη ζωή του και νιώθει ξένος σε ένα κόσμο ξένο.
Η αλλαγή του Σωσίθεου συμβολίζει το συμβιβασμένο άνθρωπο μιας εποχής όπου οι πνευματικές αναζητήσεις χάνονται και το ερευνητικό πνεύμα φιμώνεται. Η ανθρωπότητα βαδίζει πλέον προς το κατώφλι του Μεσαίωνα και ο άνθρωπος γίνεται δούλος του Θεού. Ο ήρωας της Καίτης Βασιλάκου δεν καταφέρνει να φέρει σε πέρας την αποστολή του και η διαρκής αγωνία και μελαγχολία του δημιουργεί ένα μυθιστόρημα, όχι μόνο ιστορικό αλλά και βαθιά υπαρξιακό που θυμίζει τα αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου. Η συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει ότι κάθε εποχή γεννάει τους ανθρώπους της, ακόμα και αυτούς που πρόκειται κάποτε να την αλλάξουν.
Κατερίνα Τσιτσεκλή