Η δημοτική ποίηση, ανώνυμη και προφορική, είναι αυτό το έξοχο λογοτεχνικό σύμπαν που επιτρέπει να ξεδιπλωθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν το περίγραμμα της λαϊκής σκέψης στην πιο αγνή της μορφή. Αποτελεί την ακριβή απεικόνιση του συλλογικού γίγνεσθαι μιας κοινωνίας σχετικά σταθερής στο πέρασμα του χρόνου. Τα μοιρολόγια συγκροτούν αυτή την ξεχωριστή κατηγορία δημοτικών τραγουδιών που βρίθει ιδιαιτεροτήτων, δικαιολογημένα άλλωστε λόγω του τόσο πολυδιάστατου θέματος που πραγματεύονται. Ο θάνατος ως γεγονός αλλά και ως νέα πραγματικότητα είναι το κατεξοχήν πεδίο φιλοσοφικής σκέψης τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο κοινωνικού συνόλου, τους επηρρεάζει όλους ανεξαιρέτως, την οικογένεια αλλά και την ευρύτερη ομάδα, το άτομο αλλά και τον περίγυρό του.
Ο άνθρωπος των δημοτικών τραγουδιών είναι ένα πλάσμα χωρίς αυταπάτες. Η απώλεια ενός μέλους της ομάδας διαταράσσει την ισορροπία του κοινωνικού ιστού και υποχρεώνει τα υπόλοιπα μέλη του να επαναπροσδιορίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις προς το χειρότερο. Στα μοιρολόγια φαίνεται ξεκάθαρα η ανάγκη αλλά και η προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει και να εξοικειωθεί με το γεγονός του θανάτου: δεν θα το επιτύχει ποτέ. Σ’αυτή την φιλοσοφική αναζήτηση όμως θα εδραιωθούν οι έννοιες που θα οριοθετήσουν και θα εκφράσουν την θέση του απέναντι σ’αυτή την πραγματικότητα: οι θεμελειώδεις άξονές της είναι η λησμονιά και η μνήμη. Ποιός θυμάται και ποιός τελικά είναι καταδικασμένος στη λήθη, είναι τα δυο κεφαλαιώδη ερωτήματα πάνω στα οποία θα χτιστεί η μυθολογία των μοιρολογιών στη δημοτική ποίηση.
Στον τόπο που ξεψύχησα, στον τόπο που αποσώθκα,
τραπέζια να μην βάλετε, τραγούδια να μην πείτε
όσο να πάρω ξάμηνο και να πατήσ’ο χρόνος.
Πουλιά μ’, να μη λαλήσιτε τριγύρω εδώ στο σπίτι
και σας ακούσ’ η γ’ναίκα μου κι αλησμονήσ’ και μένα
και σας ακούσουν τα παιδιά μ’ και με αλησμονήσουν.[1]
Κάτσε κάτσε λιβέντη μου και μη μας απαρνιέσαι.
– Κι εγώ θα πάω στη λησμονιά που λησμονιούνται ο κόσμος
Χαλνιούντ’οι νιοί, χαλνιούντ’οι νιές, χαλνούν τα παλληκάρια[2](…)
[2] Op.cit. σελ. 128.